11/6/14

Νάρκη 75 δισ. ευρώ στα θεμέλια του συστήματος(έως τώρα)

Τον κώδωνα του κινδύνου για την «απειλή» της... ωρολογιακής βόμβας των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) έκρουσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προτρέποντας τις ελληνικές τράπεζες να λάβουν επιπρόσθετες προβλέψεις για να δώσουν μία και καλή τέλος σε ένα φαινόμενο που «στοιχειώνει» το εγχώριο τραπεζικό σύστημα τα τελευταία χρόνια και παράλληλα απειλεί την ανάκαμψη.

Την ίδια ώρα, οι εκτιμήσεις της αγοράς κάνουν λόγο για «κόκκινα» δάνεια ύψους 75 δισ. ευρώ, ενώ κυβερνητικοί παράγοντες σχολιάζουν ότι η εξέλιξη των NPLs είναι καταλυτική για την πορεία των τραπεζικών ισολογισμών, αφού μία νέα έκρηξη θα ισοδυναμούσε με καταστροφή, ενώ μία σωστή διαχείριση θα μπορούσε να φέρει σημαντικά οφέλη για τράπεζες και δανειολήπτες, όσο ανακάμπτει η οικονομία.
Οι χαρακτηρισμοί του ΔΝΤ «τρομάζουν». Σε έκθεση που είδε χθες το φως της δημοσιότητας, το Ταμείο σημειώνει ότι το ποσοστό των NPLs στην Ελλάδα είναι ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο, το οποίο μάλιστα ξεπερνά επίπεδα άλλων χωρών που έχουν οδηγήσει σε συστημικές κρίσεις. Κάνει λόγο για επιπρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες έως και 6 δισ. ευρώ στο… ακραία δυσμενές σενάριο και τοποθετεί συνολικά τα NPLs και τα αναδιαρθρωμένα δάνεια στο 40% του συνόλου των δανείων στο τέλος του 2013, ήτοι στα 86,7 δισ. ευρώ.
Από την πλευρά τους, τραπεζικά στελέχη υποστηρίζουν ότι άσχετα με το ποσοστό των ρυθμισμένων δανείων που συμπεριλαμβάνει κάθε τράπεζα στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αλλά και τις διαφορετικές παραδοχές, τα δάνεια που θεωρούνται σήμερα «κόκκινα» για όλο το σύστημα δεν ξεπερνούν τα 75 δισ. ευρώ. «Ενώ το ποσοστό των NPLs συνεχίζει να αυξάνεται λόγω της μείωσης των συνολικών υπολοίπων, ο ρυθμός αύξησης των κόκκινων δανείων σε απόλυτα ποσά επιβραδύνει συνεχώς», σημειώνει διευθυντικό στέλεχος συστημικής τράπεζας.
Σύμφωνα, ωστόσο, με τα επίσημα στοιχεία για το α’ τρίμηνο του 2014, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών φτάνουν τα 70 δισ. ευρώ, και το φαινόμενο δείχνει να υποχωρεί σε ένταση με αποτέλεσμα να αναμένεται η αντιστροφή της τάσης περί τα τέλη του 2014 ή στο πρώτο τρίμηνο του 2015. Ειδικότερα, το ποσοστό των NPLs της Εθνικής διαμορφώθηκε στο 28,4% για την Ελλάδα, επί συνόλου χορηγήσεων της τάξης των 46 δισ. ευρώ και της Eurobank στο 32,7% επί συνόλου υπολοίπων 44,3 δισ. ευρώ. Για την Alpha Bank το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανήλθε στο 33,3% των 52 δισ. ευρώ συνολικών δανείων, ενώ για την Τρ. Πειραιώς τα «κόκκινα» δάνεια έφτασαν στο 37,9% επί συνόλου 59,5 δισ. ευρώ.
Πως θα λυθεί ο γόρδιος δεσμός; «Στην πράξη, η επίλυση του προβλήματος των NPLs μπορεί να διαρκέσει χρόνια μέσω ρυθμίσεων που θα έχουν τη μορφή ρυθμιστικών κανόνων και οι τράπεζες ενδέχεται να έχουν ολιγοπωλιακά κέρδη επιβάλλοντας μεγαλύτερα περιθώρια και προμήθειες. Όμως αυτό θα γίνει σε βάρος της πραγματικής οικονομίας», απαντά το ΔΝΤ.
Σε αυτό το πλαίσιο, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση της εποπτείας για την «ορθότητα» των πρακτικών που υιοθετούν οι τράπεζες στις ρυθμίσεις δανείων και την αναγνώριση εσόδων από τα NPLs. «Η Τράπεζα της Ελλάδος ίσως χρειαστεί να ξεφύγει από τα ελάχιστα λογιστικά πρότυπα για τις προβλέψεις και την αναγνώριση εσόδων από τα NPLs και να ζητήσει από τις τράπεζες να υιοθετήσουν μία πιο συντηρητική ερμηνεία, δεδομένου του συστημικού χαρακτήρα των μη εξυπηρετούμενων δανείων», αναφέρει η έκθεση του ΔΝΤ.
Στην… τραπεζική πραγματικότητα, οι νέες υπερδιευθύνσεις για τη διαχείριση των προβληματικών χορηγήσεων λειτουργούν με ταχύτατους ρυθμούς δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στις χορηγήσεις εκείνες που κινδυνεύουν να ξαναγίνουν... κόκκινες. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των τραπεζών, τα δάνεια που έχουν αναδιαρθρωθεί ξεπερνούν το 10% του συνόλου των δανειακών χαρτοφυλακίων, ήτοι τα 22 δισ. ευρώ, ενώ αρκετά από αυτά πλέον είναι πλήρως εξυπηρετούμενα.
Η σημασία των «σωστών» ρυθμίσεων είναι πολύ μεγάλη. Αρκεί να λάβει κανείς υπόψη τις εκτιμήσεις ξένων οίκων σύμφωνα με τις οποίες αν οι τράπεζες καταφέρουν να ανακτήσουν ένα ποσοστό της τάξης του 20% από τις δεξαμενές των προβλέψεων, το κεφαλαιακό όφελος θα αντιστοιχεί σε 19%-21% της κεφαλαιοποίησής τους. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσαν να ενισχύσουν περαιτέρω τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας έως και 3,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: