Η πρόθεση της διοίκησης της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης να κάνει αποδεκτή την μελέτη της εταιρείας συμβούλων Kantor που προτείνει ως λύση επιβίωσης το κλείσιμο δύο εργοστασίων στην Ελλάδα προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητας μόνο της μονάδας στο Πλατύ Ημαθίας σηματοδοτεί και την αρχή του τέλους για την ιστορική Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης.
Η Τράπεζα Πειραιώς, στην οποία είναι συγκεντρωμένες και οι περισσότερες οφειλές ύψους 137 εκατ. ευρώ, προκρίνει τη λύση της αδρανοποίησης εργοστασίων προκειμένου να μειωθούν τα αυξημένα λειτουργικά κόστη της βιομηχανίας που σύμφωνα με την εταιρεία έχουν εκτινάξει το κόστος παραγωγής στα 900 ευρώ τον τόνο όταν οι τιμές πώλησης έχουν πέσει κάτω από τα 500 ευρώ, και να περιοριστεί η παραγωγή ζημιών. Απώτερος στόχος φαίνεται να είναι η μερική μετοχοποίηση χρεών της εταιρείας με στόχο την αναζήτηση στρατηγικού επενδυτή ο οποίος θα θελήσει να μπει στην ΕΒΖ παρά τις διαδοχικές αποτυχημένες –λόγω χαμηλού τιμήματος- προσπάθειες του εκκαθαριστή να βρει ενδιαφερόμενους.
Η λύση αυτή έχει προκαλέσει εύλογες ανησυχίες στους 293 εναπομείναντες εργαζόμενους της ΕΒΖ στην Ελλάδα (άλλοι 500 περίπου εργάζονται για τις θυγατρικές στη Σερβία) που επιχειρούν να την αποτρέψουν αυτές τις μέρες με κινητοποιήσεις και άσκηση πολιτικής πίεσης. Στο παρελθόν ανάλογες ενέργειες έφεραν αποτελέσματα, τότε τουλάχιστον που η εναλλαγή των κομμάτων της σημερινής συγκυβέρνησης στην εξουσία άφηνε ελεύθερο πεδίο στους κατά τόπους κομματάρχες να αξιοποιούν την ΕΒΖ για μικροκομματικά και πελατειακά συμφέροντα.
Τα μεγέθη του 9μήνου της χρήσης 2013/2014 επέδρασαν καταλυτικά στις αποφάσεις των πιστωτών καθώς σε μια περίοδο μειωμένης παραγωγής και πιεσμένων τιμών, οι πωλήσεις της μητρικής ΕΒΖ μειώθηκαν 36% στα 82,3 εκατ. ευρώ, το μικτό περιθώριο ήταν αρνητικό κατά 6,34%, οι λειτουργικές ζημιές εκτινάχθηκαν στα 15,5 εκατ. ευρώ από κέρδη 5 εκατ. ευρώ, οι συνολικές υποχρεώσεις έφτασαν τα 187 εκατ. ευρώ, ενώ τα καθαρά αποτελέσματα ήταν ζημιογόνα κατά 26,1 εκατ. ευρώ.
Λίγα χρόνια πριν η ΕΒΖ αποτελούσε μια από τις δυναμικότερες ελληνικές βιομηχανίες με παραγωγή που τροφοδοτούσε την Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Από όταν ξεκίνησαν οι ποσοστώσεις το 2006 με τη σφραγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και το συνακόλουθο ξήλωμα εργοστασίων σε Λάρισα και Ξάνθη με σχέδια, από τότε, να μετατραπούν σε εργοστάσια βιοαιθανόλης-, άρχισε και η ολισθηρή πορεία για την εταιρεία που σήμερα βρίσκεται ένα βήμα πριν την κατάρρευση καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν επαρκεί για να δουλέψουν και τα τρία εναπομείναντα εργοστάσια στην Ελλάδα.
Πέρυσι παρήγαγε μόλις 40.196 τόνους (έναντι 54.699 το 2012) και εισήγαγε φασόν άλλους 120.000 τόνους από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Πολωνία. Με παραγωγή μόλις στο 25% της εθνικής ποσόστωσης των 158.702 τόνων, η εταιρεία ουσιαστικά υπολειτουργεί αφού όσες ποσότητες παράγονται εδώ, μεταφέρονται από τα εργοστάσια των Σερρών και της Ορεστιάδας όλες στο Πλατύ Ημαθίας για να συσκευαστούν σε μικρά σακουλάκια και να διατεθούν στο εμπόριο.
Το παράδοξο είναι πως το τέλος της ΕΒΖ όπως την έμαθε ο Έλληνας καταναλωτής έχει αρχίσει να γράφεται ακριβώς την περίοδο που εκπνέει το σύστημα των επιδοτήσεων - ποσοστώσεων (επιτρεπόμενο όριο παραγωγής) με ορίζοντα το 2017.
Η κατρακύλα των τιμών πιθανότατα σχετίζεται και τις εκτιμήσεις πως στις ελλειμματικές σε παραγωγή χώρες της Ε.Ε μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα, κατάργηση του πλαφόν παραγωγής θα ρίξει τις τιμές ακόμη περισσότερο. Η ίδια η διοίκηση της εταιρείας επισημαίνει πως οι μεγάλοι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα επιχειρούν για την μετά το 2017 εποχή να αποκτήσουν θέση στην αγορά ζάχαρης και αξιόπιστους πελάτες και προσφέρουν στην αγορά πολύ ανταγωνιστικές τιμές ζάχαρης.
Μέσα σε μόλις οκτώ χρόνια από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ξεκινήσει την αναδιάρθρωση του τομέα της ζάχαρης στις χώρες μέλη, η Ελλάδα όχι μόνο έχει πάψει να είναι αυτάρκης και να αναγκάζεται να εισάγει έτοιμο ένα προϊόν που στο παρελθόν παρήγαγε εν αφθονία, αλλά κινδυνεύει να βρεθεί ουσιαστικά χωρίς βιομηχανία ζάχαρης σε μια περίοδο που αποτελεί ζητούμενο η τόνωση της πρωτογενούς παραγωγής.
Τότε στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς (ΚΟΑ) Ζάχαρης η Ε.Ε περιέκοψε κατά 36% την ελάχιστη εγγυημένη τιμή της ζάχαρης (από 631,9 ευρώ/τόνο το 2006/2007 σε 404,4 ευρώ τον τόνο το 2006/2007) και παράλληλα προέβλεψε αποζημιώσεις των γεωργών οι οποίοι διέκοπταν τη δραστηριότητά τους. Με την παραγωγή να βαίνει μειούμενη από εκείνη την περίοδο και προκειμένου η ΕΒΖ να μην γράφει ζημιές λόγω της ποσόστωσης, η χώρα μας αποποιήθηκε το 50% της εθνικής της ποσόστωσης με αποτέλεσμα αυτή να μειωθεί από τους 317.502 τόνους σε 158.702 τόνους σήμερα και δύο εργοστάσια της ΕΒΖ να βάλουν λουκέτο, με αντάλλαγμα τα περίπου 100 εκατ. ευρώ που εισέπραξε η εταιρεία.
Η «μεταρρύθμιση» της ευρωπαϊκής αγοράς που αποσκοπούσε στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας είχε συνολικά ως αποτέλεσμα σύμφωνα με έκθεση της ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ε.Ε να μετατραπεί από καθαρό εξαγωγέα ζάχαρης σε καθαρό εισαγωγέα σήμερα με τις εισαγωγές να ξεπερνούν τους 3,7 εκατομμύρια τόνους, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο των εισαγωγών που γίνονταν έως το 2006.
Η Τράπεζα Πειραιώς, στην οποία είναι συγκεντρωμένες και οι περισσότερες οφειλές ύψους 137 εκατ. ευρώ, προκρίνει τη λύση της αδρανοποίησης εργοστασίων προκειμένου να μειωθούν τα αυξημένα λειτουργικά κόστη της βιομηχανίας που σύμφωνα με την εταιρεία έχουν εκτινάξει το κόστος παραγωγής στα 900 ευρώ τον τόνο όταν οι τιμές πώλησης έχουν πέσει κάτω από τα 500 ευρώ, και να περιοριστεί η παραγωγή ζημιών. Απώτερος στόχος φαίνεται να είναι η μερική μετοχοποίηση χρεών της εταιρείας με στόχο την αναζήτηση στρατηγικού επενδυτή ο οποίος θα θελήσει να μπει στην ΕΒΖ παρά τις διαδοχικές αποτυχημένες –λόγω χαμηλού τιμήματος- προσπάθειες του εκκαθαριστή να βρει ενδιαφερόμενους.
Η λύση αυτή έχει προκαλέσει εύλογες ανησυχίες στους 293 εναπομείναντες εργαζόμενους της ΕΒΖ στην Ελλάδα (άλλοι 500 περίπου εργάζονται για τις θυγατρικές στη Σερβία) που επιχειρούν να την αποτρέψουν αυτές τις μέρες με κινητοποιήσεις και άσκηση πολιτικής πίεσης. Στο παρελθόν ανάλογες ενέργειες έφεραν αποτελέσματα, τότε τουλάχιστον που η εναλλαγή των κομμάτων της σημερινής συγκυβέρνησης στην εξουσία άφηνε ελεύθερο πεδίο στους κατά τόπους κομματάρχες να αξιοποιούν την ΕΒΖ για μικροκομματικά και πελατειακά συμφέροντα.
Τα μεγέθη του 9μήνου της χρήσης 2013/2014 επέδρασαν καταλυτικά στις αποφάσεις των πιστωτών καθώς σε μια περίοδο μειωμένης παραγωγής και πιεσμένων τιμών, οι πωλήσεις της μητρικής ΕΒΖ μειώθηκαν 36% στα 82,3 εκατ. ευρώ, το μικτό περιθώριο ήταν αρνητικό κατά 6,34%, οι λειτουργικές ζημιές εκτινάχθηκαν στα 15,5 εκατ. ευρώ από κέρδη 5 εκατ. ευρώ, οι συνολικές υποχρεώσεις έφτασαν τα 187 εκατ. ευρώ, ενώ τα καθαρά αποτελέσματα ήταν ζημιογόνα κατά 26,1 εκατ. ευρώ.
Λίγα χρόνια πριν η ΕΒΖ αποτελούσε μια από τις δυναμικότερες ελληνικές βιομηχανίες με παραγωγή που τροφοδοτούσε την Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Από όταν ξεκίνησαν οι ποσοστώσεις το 2006 με τη σφραγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και το συνακόλουθο ξήλωμα εργοστασίων σε Λάρισα και Ξάνθη με σχέδια, από τότε, να μετατραπούν σε εργοστάσια βιοαιθανόλης-, άρχισε και η ολισθηρή πορεία για την εταιρεία που σήμερα βρίσκεται ένα βήμα πριν την κατάρρευση καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν επαρκεί για να δουλέψουν και τα τρία εναπομείναντα εργοστάσια στην Ελλάδα.
Πέρυσι παρήγαγε μόλις 40.196 τόνους (έναντι 54.699 το 2012) και εισήγαγε φασόν άλλους 120.000 τόνους από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Πολωνία. Με παραγωγή μόλις στο 25% της εθνικής ποσόστωσης των 158.702 τόνων, η εταιρεία ουσιαστικά υπολειτουργεί αφού όσες ποσότητες παράγονται εδώ, μεταφέρονται από τα εργοστάσια των Σερρών και της Ορεστιάδας όλες στο Πλατύ Ημαθίας για να συσκευαστούν σε μικρά σακουλάκια και να διατεθούν στο εμπόριο.
Το παράδοξο είναι πως το τέλος της ΕΒΖ όπως την έμαθε ο Έλληνας καταναλωτής έχει αρχίσει να γράφεται ακριβώς την περίοδο που εκπνέει το σύστημα των επιδοτήσεων - ποσοστώσεων (επιτρεπόμενο όριο παραγωγής) με ορίζοντα το 2017.
Η κατρακύλα των τιμών πιθανότατα σχετίζεται και τις εκτιμήσεις πως στις ελλειμματικές σε παραγωγή χώρες της Ε.Ε μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα, κατάργηση του πλαφόν παραγωγής θα ρίξει τις τιμές ακόμη περισσότερο. Η ίδια η διοίκηση της εταιρείας επισημαίνει πως οι μεγάλοι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα επιχειρούν για την μετά το 2017 εποχή να αποκτήσουν θέση στην αγορά ζάχαρης και αξιόπιστους πελάτες και προσφέρουν στην αγορά πολύ ανταγωνιστικές τιμές ζάχαρης.
Μέσα σε μόλις οκτώ χρόνια από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ξεκινήσει την αναδιάρθρωση του τομέα της ζάχαρης στις χώρες μέλη, η Ελλάδα όχι μόνο έχει πάψει να είναι αυτάρκης και να αναγκάζεται να εισάγει έτοιμο ένα προϊόν που στο παρελθόν παρήγαγε εν αφθονία, αλλά κινδυνεύει να βρεθεί ουσιαστικά χωρίς βιομηχανία ζάχαρης σε μια περίοδο που αποτελεί ζητούμενο η τόνωση της πρωτογενούς παραγωγής.
Τότε στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς (ΚΟΑ) Ζάχαρης η Ε.Ε περιέκοψε κατά 36% την ελάχιστη εγγυημένη τιμή της ζάχαρης (από 631,9 ευρώ/τόνο το 2006/2007 σε 404,4 ευρώ τον τόνο το 2006/2007) και παράλληλα προέβλεψε αποζημιώσεις των γεωργών οι οποίοι διέκοπταν τη δραστηριότητά τους. Με την παραγωγή να βαίνει μειούμενη από εκείνη την περίοδο και προκειμένου η ΕΒΖ να μην γράφει ζημιές λόγω της ποσόστωσης, η χώρα μας αποποιήθηκε το 50% της εθνικής της ποσόστωσης με αποτέλεσμα αυτή να μειωθεί από τους 317.502 τόνους σε 158.702 τόνους σήμερα και δύο εργοστάσια της ΕΒΖ να βάλουν λουκέτο, με αντάλλαγμα τα περίπου 100 εκατ. ευρώ που εισέπραξε η εταιρεία.
Η «μεταρρύθμιση» της ευρωπαϊκής αγοράς που αποσκοπούσε στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας είχε συνολικά ως αποτέλεσμα σύμφωνα με έκθεση της ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ε.Ε να μετατραπεί από καθαρό εξαγωγέα ζάχαρης σε καθαρό εισαγωγέα σήμερα με τις εισαγωγές να ξεπερνούν τους 3,7 εκατομμύρια τόνους, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο των εισαγωγών που γίνονταν έως το 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου