Η επίσημη πλέον παραδοχή των τραπεζιτών όπως αποτυπώθηκε μέσω επίσης ανακοίνωσης της Τράπεζας της Ελλάδας ότι μόλις μία στις τρεις επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν έχουν πρόβλημα με τα δάνειά τους και συνεπώς μπορούν να ποντάρουν στην επιβίωση τους και την επόμενη μέρα της «διευθέτησης» των κόκκινων δανείων, αποτελεί από μόνη της βόμβα μεγατόνων για την ήδη καταρρακωμένη ελληνική οικονομία.
Αν διαβάσει κανείς «ανάποδα» την είδηση θα συμπεράνει, έστω και με κάποια δόση αυθαιρεσίας, πως όλες οι υπόλοιπες και σε κάθε περίπτωση οι μισές επιχειρήσεις στη χώρα -αν δεχθούμε πως ένας μεγάλος αριθμός θα υπαχθεί σε διαδικασίες αναδιάρθρωσης υποχρεώσεων- θα βρεθούν πολύ σύντομα αντιμέτωπες με τον κίνδυνο του λουκέτου και της πτώχευσης κατ’ απαίτηση των πιστωτών τους.
Εξ ου άλλωστε και οι συντονισμένη πίεση που ασκείται, κυρίως από τις τράπεζες, για εκτεταμένες αλλαγές στον πτωχευτικό κώδικα και την προ-πτωχευτική διαδικασία, με σκοπό να επιταχυνθούν οι διαδικασίες πτώχευσης που σήμερα διαρκούν ακόμη και πέντε ή περισσότερα χρόνια και να αλλάξει η κατάταξη του πίνακα των πιστωτών που σήμερα έχει στην κορυφή το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Αντίθετα με ότι έκανε για τις «βιώσιμες επιχειρήσεις», στην ανακοίνωσή της που περιείχε τα συμπεράσματα του workshop το οποίο έγινε για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μεταξύ τραπεζιτών, συμβούλων, νομικών, υπουργείου οικονομικών κ.α, η Τράπεζα της Ελλάδας απέφυγε να αναφέρει εκτιμήσεις για το ποσοστό ή τον αριθμό των εταιρειών που λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων τους κινδυνεύουν με λουκέτο. Αρκέστηκε να πει πως «σε μη υγιή κατάσταση βρίσκεται ένας αριθμός επιχειρήσεων που οι οφειλές τους αντιστοιχούν περίπου στο 20% του συνόλου των δανείων».
Αυτό σημαίνει πως από ένα σύνολο 110 δισ. ευρώ επιχειρηματικών δανείων, εκ των οποίων τα 45 δισ. ευρώ είναι ήδη «κόκκινα» και δεν εξυπηρετούνται, τα 20 έως 23 δισ. ευρώ δεν θα εισπραχθούν ποτέ και θα αποτελέσουν ζημιά για τις ελληνικές τράπεζες. Οι απώλειες ενδέχεται να αποδειχθούν τελικά ακόμη μεγαλύτερες δεδομένου ότι η ανάκτηση των μισών από τα σημερινά κόκκινα δάνεια θεωρείται φιλόδοξη πρόβλεψη από τις τράπεζες.
Αν βάλει κανείς κάτω τα νούμερα για να υπολογίσει τις επιπτώσεις από ένα πιθανό «τσουνάμι» πτωχεύσεων κατά την περίοδο «διευθέτησης» του προβλήματος που θα ακολουθήσει, θα μείνει ενεός:
Με δεδομένο πως σήμερα έχουν μείνει ενεργές περί τις 700.000 επιχειρήσεις, στην πλειονότητα τους μικρομεσαίες, αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον 300.000-350.000 επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο της βίαιης πτώχευσης και πάρα πολλές από αυτές είναι πιθανό να κλείσουν παρασύροντας στην ανεργία εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενων ή αυτοαπασχολούμενων.
Η εκτίμηση αυτή εμπεριέχει ενδεχομένως αρκετή δόση υπερβολής, καθώς ένας πολύ μεγάλος αριθμός εταιρειών δεν έχει καν δάνεια ή τουλάχιστον τόσο μεγάλα που να μην μπορεί να τα εξυπηρετήσει. Παρόλα αυτά, όπως είχε δηλώσει πρόσφατα ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας Γ. Ζανιάς επικαλούμενος μελέτη της Εθνικής «μόνο το 12% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με πωλήσεις έως 10 εκατ. ευρώ και συνολικό τζίρο 9,4 δις. ευρώ είναι βιώσιμες με τραπεζικά κριτήρια και αξίζει να διασωθεί».
Σε πρόσφατη ανάλυση της, η PriceWaterhouseCoopers εκτιμούσε πάντως ότι σε δείγμα 2.950 μεγάλων επιχειρήσεων με τζίρο άνω των 10 εκατ. ευρώ, οι 650 είναι ήδη «ζόμπι» και θα πρέπει να οδηγηθούν σε λουκέτο ώστε να απελευθερωθεί ρευστότητα από τις τράπεζες για τις υγιείς επιχειρήσεις με σκοπό να υλοποιήσουν επενδύσεις.
Συνολικά θα χρειαστούν 25 δις. ευρώ σύμφωνα με την PwC για την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων στην Ελλάδα, εκ των οποίων τα 10 δισ. ευρώ θα αποτελέσουν διαγραφές δανείων για τις εταιρείες που θα κλείσουν και άλλα 15 δισ. ευρώ αναχρηματοδότηση υποχρεώσεων για τις «βιώσιμες» επιχειρήσεις.
Σε κάθε περίπτωση η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων (77 δις. ευρώ) και συνολικά του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα που μαζί με τις οφειλές στο Δημόσιο (65 δις. ευρώ) και τα ασφαλιστικά ταμεία (16 δις. ευρώ) φτάνουν τα 160 δις. ευρώ αντιστοιχώντας σχεδόν σε ένα ΑΕΠ, αναδεικνύεται πλέον σε ζήτημα επιβίωσης για όλο τον ιδιωτικό τομέα και όχι μόνο για τις τράπεζες, και έχει έρθει η ώρα να αποτελέσει κορυφαία προτεραιότητα ταυτόχρονα με την διασφάλιση της «βιωσιμότητας» του δημόσιου χρέους.
Αν διαβάσει κανείς «ανάποδα» την είδηση θα συμπεράνει, έστω και με κάποια δόση αυθαιρεσίας, πως όλες οι υπόλοιπες και σε κάθε περίπτωση οι μισές επιχειρήσεις στη χώρα -αν δεχθούμε πως ένας μεγάλος αριθμός θα υπαχθεί σε διαδικασίες αναδιάρθρωσης υποχρεώσεων- θα βρεθούν πολύ σύντομα αντιμέτωπες με τον κίνδυνο του λουκέτου και της πτώχευσης κατ’ απαίτηση των πιστωτών τους.
Εξ ου άλλωστε και οι συντονισμένη πίεση που ασκείται, κυρίως από τις τράπεζες, για εκτεταμένες αλλαγές στον πτωχευτικό κώδικα και την προ-πτωχευτική διαδικασία, με σκοπό να επιταχυνθούν οι διαδικασίες πτώχευσης που σήμερα διαρκούν ακόμη και πέντε ή περισσότερα χρόνια και να αλλάξει η κατάταξη του πίνακα των πιστωτών που σήμερα έχει στην κορυφή το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Αντίθετα με ότι έκανε για τις «βιώσιμες επιχειρήσεις», στην ανακοίνωσή της που περιείχε τα συμπεράσματα του workshop το οποίο έγινε για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μεταξύ τραπεζιτών, συμβούλων, νομικών, υπουργείου οικονομικών κ.α, η Τράπεζα της Ελλάδας απέφυγε να αναφέρει εκτιμήσεις για το ποσοστό ή τον αριθμό των εταιρειών που λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων τους κινδυνεύουν με λουκέτο. Αρκέστηκε να πει πως «σε μη υγιή κατάσταση βρίσκεται ένας αριθμός επιχειρήσεων που οι οφειλές τους αντιστοιχούν περίπου στο 20% του συνόλου των δανείων».
Αυτό σημαίνει πως από ένα σύνολο 110 δισ. ευρώ επιχειρηματικών δανείων, εκ των οποίων τα 45 δισ. ευρώ είναι ήδη «κόκκινα» και δεν εξυπηρετούνται, τα 20 έως 23 δισ. ευρώ δεν θα εισπραχθούν ποτέ και θα αποτελέσουν ζημιά για τις ελληνικές τράπεζες. Οι απώλειες ενδέχεται να αποδειχθούν τελικά ακόμη μεγαλύτερες δεδομένου ότι η ανάκτηση των μισών από τα σημερινά κόκκινα δάνεια θεωρείται φιλόδοξη πρόβλεψη από τις τράπεζες.
Αν βάλει κανείς κάτω τα νούμερα για να υπολογίσει τις επιπτώσεις από ένα πιθανό «τσουνάμι» πτωχεύσεων κατά την περίοδο «διευθέτησης» του προβλήματος που θα ακολουθήσει, θα μείνει ενεός:
Με δεδομένο πως σήμερα έχουν μείνει ενεργές περί τις 700.000 επιχειρήσεις, στην πλειονότητα τους μικρομεσαίες, αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον 300.000-350.000 επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο της βίαιης πτώχευσης και πάρα πολλές από αυτές είναι πιθανό να κλείσουν παρασύροντας στην ανεργία εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενων ή αυτοαπασχολούμενων.
Η εκτίμηση αυτή εμπεριέχει ενδεχομένως αρκετή δόση υπερβολής, καθώς ένας πολύ μεγάλος αριθμός εταιρειών δεν έχει καν δάνεια ή τουλάχιστον τόσο μεγάλα που να μην μπορεί να τα εξυπηρετήσει. Παρόλα αυτά, όπως είχε δηλώσει πρόσφατα ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας Γ. Ζανιάς επικαλούμενος μελέτη της Εθνικής «μόνο το 12% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με πωλήσεις έως 10 εκατ. ευρώ και συνολικό τζίρο 9,4 δις. ευρώ είναι βιώσιμες με τραπεζικά κριτήρια και αξίζει να διασωθεί».
Σε πρόσφατη ανάλυση της, η PriceWaterhouseCoopers εκτιμούσε πάντως ότι σε δείγμα 2.950 μεγάλων επιχειρήσεων με τζίρο άνω των 10 εκατ. ευρώ, οι 650 είναι ήδη «ζόμπι» και θα πρέπει να οδηγηθούν σε λουκέτο ώστε να απελευθερωθεί ρευστότητα από τις τράπεζες για τις υγιείς επιχειρήσεις με σκοπό να υλοποιήσουν επενδύσεις.
Συνολικά θα χρειαστούν 25 δις. ευρώ σύμφωνα με την PwC για την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων στην Ελλάδα, εκ των οποίων τα 10 δισ. ευρώ θα αποτελέσουν διαγραφές δανείων για τις εταιρείες που θα κλείσουν και άλλα 15 δισ. ευρώ αναχρηματοδότηση υποχρεώσεων για τις «βιώσιμες» επιχειρήσεις.
Σε κάθε περίπτωση η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων (77 δις. ευρώ) και συνολικά του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα που μαζί με τις οφειλές στο Δημόσιο (65 δις. ευρώ) και τα ασφαλιστικά ταμεία (16 δις. ευρώ) φτάνουν τα 160 δις. ευρώ αντιστοιχώντας σχεδόν σε ένα ΑΕΠ, αναδεικνύεται πλέον σε ζήτημα επιβίωσης για όλο τον ιδιωτικό τομέα και όχι μόνο για τις τράπεζες, και έχει έρθει η ώρα να αποτελέσει κορυφαία προτεραιότητα ταυτόχρονα με την διασφάλιση της «βιωσιμότητας» του δημόσιου χρέους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου