Θα είχε τεράστια σημασία, αν υπήρχε μια «κρίσιμη εκλογική μάζα» με ρεαλιστική αντίληψη της πολιτικής πραγματικότητας – ένας αριθμός ψηφοφόρων ποσοτικά ικανός να κρίνει - καθορίσει το εκλογικό αποτέλεσμα αξιολογώντας πραγματικά δεδομένα, όχι εντυπώσεις. Θα είχε σημασία μεγάλη, αλλά το ζητούμενο είναι δυσκατόρθωτο, μοιάζει αδύνατο. Κυρίως, επειδή είναι σπάνιες οι εφημερίδες και μάλλον ανύπαρκτα τα κανάλια και τα ραδιόφωνα που δεν αναμασούν, σε παραλληλία ή αντιμαχία, την αγοραία (πειθαρχημένη στους νόμους της αγοράς) κομματική λαϊκίστικη προπαγάνδα.
Κάποτε, μια έντιμη, δηλαδή αδέσμευτη δημοσιογραφία μπορούσε να διαμορφώνει «κοινή γνώμη» – πρόσφερε αφτιασίδωτη την πληροφορία και απροκατάληπτη την κρίση - αξιολόγησή της. Το ίδιο όμως πολιτισμικό «παράδειγμα» που κάποτε καταξίωνε την ελεύθερη δημοσιογραφία, σήμερα παράγει μόνο τον έμπρακτο εκμηδενισμό της. Δεν υπάρχει περιθώριο σήμερα να διαμορφώσει ο πολίτης τη δική του πολιτική γνώμη κρίνοντας και αποτιμώντας αξιόπιστες πληροφορίες για πραγματικά δεδομένα. Σήμερα η πολιτική μόνο «παίζεται»: Οι πραγματικοί παίκτες είναι άγνωστοι στον πολίτη, τα πιόνια του παιχνιδιού είναι ειδικά εκπαιδευμένοι επαγγελματίες (κάτι ανάλογο με τα ντρεσαρισμένα άλογα του ιπποδρόμου ή τους πανάκριβα αγορασμένους ποδοσφαιριστές). Και ο ρόλος των δημοσιογράφων είναι να κρατούν σε συνέγερση το πλήθος, παθιασμένο για το παιχνίδι, δηλαδή για τη μέθεξη σε μια εικονική πραγματικότητα. Πάθος, μένος και συνεπαρμός μόνο για χειρισμούς, επιδεξιότητες, «ευκαιρίες», μεταγραφές, δηλαδή για μόνη την εικόνα, για μόνο το τίποτα.
Σήμερα η πολιτική μόνο «παίζεται», και παίζεται ως παιχνίδι εικονικό, με αχρηστευμένη τη σκέψη, την κρίση, με όρους ψυχολογικής αποκλειστικά συμμετοχής – ποιος θα κερδίσει τις εντυπώσεις. Ταυτίζεται η πολιτική με την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, απώλεια αίσθησης της πραγματικότητας. Από τα κορυφαία δείγματα αυτής της απώλειας είναι το γεγονός ότι στις δημοσκοπήσεις και στην πάγια ερώτηση «ποιον κρίνετε καταλληλότερο για πρωθυπουργό», πλειοψηφεί πάντοτε όποιος τυχαίνει να βρίσκεται εκείνη την περίοδο στον πρωθυπουργικό θώκο, έστω και με νοημοσύνη ανεπαρκή ή παταγωδώς ανίκανος.
Είναι παιχνίδι σήμερα η πολιτική, παίζεται ακριβώς με τους όρους του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Οι πραγματικοί παίκτες είναι αθέατοι: λειτουργούν ως «παράγοντες» (παράγουν το θέαμα), αγοράζουν (απευθείας ή με μεταγραφή) τους εικονικούς παίκτες, «στήνουν αγώνες», συντηρούν «παράγκες». Και το αφιονισμενο πλήθος χορταίνει θέαμα. Οι δημοσιογράφοι μετέχουν (με το αζημίωτο) στο εικονικό παιχνίδι και οι ντοπαρισμένοι «φίλαθλοι», αφελέστατοι πάντοτε (όπως και οι «αγνοί ιδεολόγοι» ή οι πατριώτες) παθιάζονται και αντιμαχούν για την «ομαδάρα»τους (ή για το κόμμα «τους») που είναι γι’ αυτούς «θρησκεία» (πρβλ. τις υστερικές κραυγές κορυφαίου εξωπραγματισμού: «Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ενωμένο, δυνατό» – με 3,6% στις δημοσκοπήσεις – «Γιώργο γερά, να πέσει η Δεξιά», προς τον θλιβερό ύπατο της ανικανότητας).
Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για την πολιτική έχει τόση σχέση με την πραγματικότητα όση σχέση έχει και η γλώσσα των «ποδοσφαιρόφιλων» με την αγάπη για την άθληση. Το φοβερό και δεινότατο είναι ότι το παραισθησιογόνο πάθος για το ποδόσφαιρο απλώς καθηλώνει κάποιες μάζες ανθρώπων σε έναν εκούσια επιλεγμένο κρετινισμό, με την ανάλογη γλωσσική υπανάπτυξη. Ενώ η αποκοπή της πολιτικής από την πραγματικότητα της ζωής μας εγκαταλείπει τα ουσιώδη του βίου μας, το ψωμί μας από το μέλλον των παιδιών μας, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ποιότητα της ζωής μας, στα χέρια ανίκανων και συχνά φαύλων ανθρώπων, που κάνουν καριέρα παίζοντας με την κατασκευή εντυπώσεων, για να συνεχίσουν οι ίδιοι να ζουν βίο πριγκήπων, αν και τυχάρπαστοι.
Οταν ο «υπουργός» κ. Ντινόπουλος συντάσσεται με την πολιτική του αντίπαλο κ. Δούρου προκειμένου να μη διερευνηθούν και τιμωρηθούν κοινωνικά εγκλήματα πλαστογραφίας, κακουργήματα ιταμής αδικοπραγίας, το κάνει, προφανέστατα, επειδή παίζει την επανεκλογή του στη Β΄ Αθηνών – θέλει να κερδίσει εντυπώσεις φιλολαϊκού πολιτευτή σε σύγκριση με τον κομματικό του συνυποψήφιο κ. Κυριάκο Μητσοτάκη. Και την ίδια ώρα, ο πρωθυπουργός κ. Σαμαράς, που έχει ο ίδιος αποφασίσει και τολμήσει να συμπεριλάβει στην κυβέρνηση διαχείρισης μιας ολοκληρωτικής καταστροφής αναιδέστατους «ταβλαδόρους» τύπου Ντινόπουλου, επαίρεται και κομπάζει για φαντασιώδεις και ανυπόστατες επιτυχίες. Δεν διανοείται να διαλεχθεί δημόσια με την ακομμάτιστη, ρεαλιστική δημοσιογραφία, που τεκμηριώνει ατράνταχτα την πιστοποίηση ότι, πέντε χρόνια τώρα, η Ελλάδα τρέχει τροχάδην επιτόπου, μένοντας στο ίδιο τέλμα της διάλυσης και καταστροφής: Το πελατειακό κράτος άθικτο, η θεσμοποιημένη διαφθορά και αδικία ανέπαφη («Οικονομ. Καθημ.» 28.9.2014, σελ. 1, 5, 6).
Εκπληξη, ταυτόχρονα, και η ταχύτατη προσαρμογή της αξιωματικής αντιπολίτευσης στους φτηνιάρικους όρους του παιχνιδιού των εντυπώσεων, η ευκολία απεμπόλησης και των «ριζοσπαστικών» επαγγελιών και των «αριστερών» προσχημάτων. Αρχισαν κιόλας να συζητούν για τη μοιρασιά των υπουργείων («Κ» 28.9.2014, σελ. 10), ενώ στη ΔΕΘ ο κ. Τσίπρας εμφανίστηκε αποκρουστικά ολόιδιος με ό,τι επαγγελλόταν ότι θα ανατρέψει: Πρόσφερε υποσχέσεις παροχών καταναλωτικής ευχέρειας, «τεκμηριωμένες» με τα ίδια χιλιοφθαρμένα «θα» σαράντα χρόνων ευδαιμονικής αοριστολογίας. Ούτε λέξη για προσπάθεια κατάλυσης του πελατειακού κράτους, για αποκατάσταση αξιοκρατίας στον δημόσιο βίο, για κίνητρα δημιουργικής παραγωγικότητας, για κοινωνιοκεντρικές στοχεύσεις ρεαλιστικά προγραμματισμένες – κανένα στέρεο αντιστύλι στο κατεαγμένο ηθικό αυτού του λαού.
Ντινόπουλος και Δούρου αναδείχθηκαν εκ των πραγμάτων οι εμβληματικές φιγούρες της μη-διαφοράς Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ. Το «παιχνίδι» της πολιτικής συνεχίζεται απαράλλαχτο, ερήμην της κοινωνικής καταστροφής και της τραγωδίας του λαού μας. Δυόμισι εκατομμύρια Ελληνες κάτω από το όριο της φτώχειας και τρία εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες σχεδόν στο όριο. Οι εικονικοί παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού πασχίζουν να διαφοροποιηθούν για να τηρούνται τα προσχήματα, αλλά δεν τα καταφέρνουν, μοιάζουν να είναι όλοι, στο κόμμα όπου βρίσκονται, από μεταγραφή. Ως τώρα μιλάγαμε για πράσινο και γαλάζιο ΠΑΣΟΚ, σε λίγο θα μιλάμε και για κόκκινο.
Περιμένουμε την κίνηση που θα επιλέξουν οι πραγματικοί αλλά αφανείς παίκτες στο επόμενο δίμηνο.
Κάποτε, μια έντιμη, δηλαδή αδέσμευτη δημοσιογραφία μπορούσε να διαμορφώνει «κοινή γνώμη» – πρόσφερε αφτιασίδωτη την πληροφορία και απροκατάληπτη την κρίση - αξιολόγησή της. Το ίδιο όμως πολιτισμικό «παράδειγμα» που κάποτε καταξίωνε την ελεύθερη δημοσιογραφία, σήμερα παράγει μόνο τον έμπρακτο εκμηδενισμό της. Δεν υπάρχει περιθώριο σήμερα να διαμορφώσει ο πολίτης τη δική του πολιτική γνώμη κρίνοντας και αποτιμώντας αξιόπιστες πληροφορίες για πραγματικά δεδομένα. Σήμερα η πολιτική μόνο «παίζεται»: Οι πραγματικοί παίκτες είναι άγνωστοι στον πολίτη, τα πιόνια του παιχνιδιού είναι ειδικά εκπαιδευμένοι επαγγελματίες (κάτι ανάλογο με τα ντρεσαρισμένα άλογα του ιπποδρόμου ή τους πανάκριβα αγορασμένους ποδοσφαιριστές). Και ο ρόλος των δημοσιογράφων είναι να κρατούν σε συνέγερση το πλήθος, παθιασμένο για το παιχνίδι, δηλαδή για τη μέθεξη σε μια εικονική πραγματικότητα. Πάθος, μένος και συνεπαρμός μόνο για χειρισμούς, επιδεξιότητες, «ευκαιρίες», μεταγραφές, δηλαδή για μόνη την εικόνα, για μόνο το τίποτα.
Σήμερα η πολιτική μόνο «παίζεται», και παίζεται ως παιχνίδι εικονικό, με αχρηστευμένη τη σκέψη, την κρίση, με όρους ψυχολογικής αποκλειστικά συμμετοχής – ποιος θα κερδίσει τις εντυπώσεις. Ταυτίζεται η πολιτική με την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, απώλεια αίσθησης της πραγματικότητας. Από τα κορυφαία δείγματα αυτής της απώλειας είναι το γεγονός ότι στις δημοσκοπήσεις και στην πάγια ερώτηση «ποιον κρίνετε καταλληλότερο για πρωθυπουργό», πλειοψηφεί πάντοτε όποιος τυχαίνει να βρίσκεται εκείνη την περίοδο στον πρωθυπουργικό θώκο, έστω και με νοημοσύνη ανεπαρκή ή παταγωδώς ανίκανος.
Είναι παιχνίδι σήμερα η πολιτική, παίζεται ακριβώς με τους όρους του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Οι πραγματικοί παίκτες είναι αθέατοι: λειτουργούν ως «παράγοντες» (παράγουν το θέαμα), αγοράζουν (απευθείας ή με μεταγραφή) τους εικονικούς παίκτες, «στήνουν αγώνες», συντηρούν «παράγκες». Και το αφιονισμενο πλήθος χορταίνει θέαμα. Οι δημοσιογράφοι μετέχουν (με το αζημίωτο) στο εικονικό παιχνίδι και οι ντοπαρισμένοι «φίλαθλοι», αφελέστατοι πάντοτε (όπως και οι «αγνοί ιδεολόγοι» ή οι πατριώτες) παθιάζονται και αντιμαχούν για την «ομαδάρα»τους (ή για το κόμμα «τους») που είναι γι’ αυτούς «θρησκεία» (πρβλ. τις υστερικές κραυγές κορυφαίου εξωπραγματισμού: «Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ενωμένο, δυνατό» – με 3,6% στις δημοσκοπήσεις – «Γιώργο γερά, να πέσει η Δεξιά», προς τον θλιβερό ύπατο της ανικανότητας).
Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για την πολιτική έχει τόση σχέση με την πραγματικότητα όση σχέση έχει και η γλώσσα των «ποδοσφαιρόφιλων» με την αγάπη για την άθληση. Το φοβερό και δεινότατο είναι ότι το παραισθησιογόνο πάθος για το ποδόσφαιρο απλώς καθηλώνει κάποιες μάζες ανθρώπων σε έναν εκούσια επιλεγμένο κρετινισμό, με την ανάλογη γλωσσική υπανάπτυξη. Ενώ η αποκοπή της πολιτικής από την πραγματικότητα της ζωής μας εγκαταλείπει τα ουσιώδη του βίου μας, το ψωμί μας από το μέλλον των παιδιών μας, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ποιότητα της ζωής μας, στα χέρια ανίκανων και συχνά φαύλων ανθρώπων, που κάνουν καριέρα παίζοντας με την κατασκευή εντυπώσεων, για να συνεχίσουν οι ίδιοι να ζουν βίο πριγκήπων, αν και τυχάρπαστοι.
Οταν ο «υπουργός» κ. Ντινόπουλος συντάσσεται με την πολιτική του αντίπαλο κ. Δούρου προκειμένου να μη διερευνηθούν και τιμωρηθούν κοινωνικά εγκλήματα πλαστογραφίας, κακουργήματα ιταμής αδικοπραγίας, το κάνει, προφανέστατα, επειδή παίζει την επανεκλογή του στη Β΄ Αθηνών – θέλει να κερδίσει εντυπώσεις φιλολαϊκού πολιτευτή σε σύγκριση με τον κομματικό του συνυποψήφιο κ. Κυριάκο Μητσοτάκη. Και την ίδια ώρα, ο πρωθυπουργός κ. Σαμαράς, που έχει ο ίδιος αποφασίσει και τολμήσει να συμπεριλάβει στην κυβέρνηση διαχείρισης μιας ολοκληρωτικής καταστροφής αναιδέστατους «ταβλαδόρους» τύπου Ντινόπουλου, επαίρεται και κομπάζει για φαντασιώδεις και ανυπόστατες επιτυχίες. Δεν διανοείται να διαλεχθεί δημόσια με την ακομμάτιστη, ρεαλιστική δημοσιογραφία, που τεκμηριώνει ατράνταχτα την πιστοποίηση ότι, πέντε χρόνια τώρα, η Ελλάδα τρέχει τροχάδην επιτόπου, μένοντας στο ίδιο τέλμα της διάλυσης και καταστροφής: Το πελατειακό κράτος άθικτο, η θεσμοποιημένη διαφθορά και αδικία ανέπαφη («Οικονομ. Καθημ.» 28.9.2014, σελ. 1, 5, 6).
Εκπληξη, ταυτόχρονα, και η ταχύτατη προσαρμογή της αξιωματικής αντιπολίτευσης στους φτηνιάρικους όρους του παιχνιδιού των εντυπώσεων, η ευκολία απεμπόλησης και των «ριζοσπαστικών» επαγγελιών και των «αριστερών» προσχημάτων. Αρχισαν κιόλας να συζητούν για τη μοιρασιά των υπουργείων («Κ» 28.9.2014, σελ. 10), ενώ στη ΔΕΘ ο κ. Τσίπρας εμφανίστηκε αποκρουστικά ολόιδιος με ό,τι επαγγελλόταν ότι θα ανατρέψει: Πρόσφερε υποσχέσεις παροχών καταναλωτικής ευχέρειας, «τεκμηριωμένες» με τα ίδια χιλιοφθαρμένα «θα» σαράντα χρόνων ευδαιμονικής αοριστολογίας. Ούτε λέξη για προσπάθεια κατάλυσης του πελατειακού κράτους, για αποκατάσταση αξιοκρατίας στον δημόσιο βίο, για κίνητρα δημιουργικής παραγωγικότητας, για κοινωνιοκεντρικές στοχεύσεις ρεαλιστικά προγραμματισμένες – κανένα στέρεο αντιστύλι στο κατεαγμένο ηθικό αυτού του λαού.
Ντινόπουλος και Δούρου αναδείχθηκαν εκ των πραγμάτων οι εμβληματικές φιγούρες της μη-διαφοράς Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ. Το «παιχνίδι» της πολιτικής συνεχίζεται απαράλλαχτο, ερήμην της κοινωνικής καταστροφής και της τραγωδίας του λαού μας. Δυόμισι εκατομμύρια Ελληνες κάτω από το όριο της φτώχειας και τρία εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες σχεδόν στο όριο. Οι εικονικοί παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού πασχίζουν να διαφοροποιηθούν για να τηρούνται τα προσχήματα, αλλά δεν τα καταφέρνουν, μοιάζουν να είναι όλοι, στο κόμμα όπου βρίσκονται, από μεταγραφή. Ως τώρα μιλάγαμε για πράσινο και γαλάζιο ΠΑΣΟΚ, σε λίγο θα μιλάμε και για κόκκινο.
Περιμένουμε την κίνηση που θα επιλέξουν οι πραγματικοί αλλά αφανείς παίκτες στο επόμενο δίμηνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου