Το απαράμιλλο πνεύμα αγωνιστικότητας, αντίστασης και εν τέλει ελευθερίας που επέδειξε ο ελληνικός λαός στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αντικατοπτρίζεται στις σελίδες της Ιστορίας, που επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα δεν είχε μόνο ενεργή συμμετοχή, είχε συμμετοχή πρωτοπόρα και γεμάτη διακρίσεις. Επτά δεκαετίες μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων «τρέχει» από τη Διακομματική Επιτροπή, μια πρώτη προσπάθεια καταγραφής των διακρίσεων αυτών αναδεικνύει μέσα από γνωστά ή λιγότερο γνωστά γεγονότα τα εντυπωσιακά ελληνικά πρωτεία. Δυστυχώς, όχι μόνο θετικά, αλλά και αρνητικά.
Τα αρνητικά «πρωτεία» καθρεφτίζονται γλαφυρά στα συμπεράσματα των γενικών απωλειών: «Ο πληθυσμός της Ελλάδας το καλοκαίρι του 1940 ήταν 7.335.000. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών ανερχόταν σε 6.804.000. Με μέτρο τον προπολεμικό ρυθμό αύξησης του πληθυσμού, αν δεν είχαν μεσολαβήσει ο πόλεμος και η Κατοχή, το 1944 η Ελλάδα θα είχε πληθυσμό 7.745.000 περίπου. Ετσι, οι ανθρώπινες απώλειες υπολογίζονται στο 12% του προπολεμικού πληθυσμού... Σύμφωνα με στατιστικές εκτιμήσεις του ΟΗΕ, στις ζημιές από τον πόλεμο, σε σύγκριση με το ετήσιο εισόδημα, η Ελλάδα έρχεται πρώτη με συντελεστή 170%, ενώ η ηττημένη Γερμανία δεύτερη με συντελεστή 135%» (ΓΕΣ/ΔΙΣ, 2009, Δοξιάδης, 1947).
Ωστόσο, οι θετικές πρωτιές, οι πρωτοπόρες δράσεις και οι αποκλειστικότητες υπερτερούν, καταδεικνύοντας ότι η ελληνική ορμή για ανεξαρτησία και ελευθερία δεν εκδηλώνεται σαν μια στιγμιαία, παρορμητική έξαρση, που κορυφώνεται τη στιγμή της αναμέτρησης στα αλβανικά βουνά, αλλά βρίσκεται παντού σαν μια διαρκής, διαχρονική τάση, που χαρακτηρίζει όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Κάτι που μπορεί κανείς να διαπιστώσει μέσα από την καταγραφή που ακολουθεί.
Η μεγαλειώδης αντίσταση στα οχυρά Ρούπελ και η αήττητη Μεραρχία Ιππικού
Μετά την αποτυχία της ιταλικής εαρινής αντεπίθεσης, στις 6 Απριλίου, η Ελλάδα δέχεται και γερμανική επίθεση. Η μάχη στα οχυρά της γραμμής Μεταξά (γνωστά περισσότερο ως οχυρά Ρούπελ) υπήρξε απαράμιλλη, για τον έως τότε πόλεμο, σε ένταση, πείσμα και πολεμικό πνεύμα απέναντι στον γερμανικό στρατό. Οι υπερασπιστές των οχυρών εξήλθαν με τον οπλισμό και την πολεμική σημαία τους. Κατά την παράδοση, οι Γερμανοί «μιλάν με απορία για την ελληνική άμυνα, που τη χαρακτηρίζουν μεγαλειώδη. Ο στρατηγός Μπαίμε, ο ίδιος που διεύθυνε τον κατά μέτωπον αγώνα, δεν πιστεύει στα μάτια του όταν βλέπει το Περιθώρι με 120 μόνο φαντάρους φρουρά να έχει πιάσει 300 Γερμανούς αιχμαλώτους. Αυτό τον κάνει να πει στον μέραρχό μας πως λυπάται ότι τέτοιος στρατός σαν τον ελληνικό δεν ήτανε σύμμαχος του Αξονα παρά αντίπαλος» (Ζαλοκώστας, 2011).
Λόγω της πεισματώδους αντίστασης στη γραμμή Μεταξά, οι Γερμανοί αναζήτησαν δευτερεύοντα ελιγμό για να υπερκεράσουν την ελληνική άμυνα. Κατέβαλαν τάχιστα τη γιουγκοσλαβική αντίσταση και επιχείρησαν γρήγορη προέλαση προς τον Νότο, αποκόπτοντας, τελικά, την ελληνική στρατιά του αλβανικού μετώπου από τις δυνάμεις στα ανατολικά της χώρας και περικυκλώνοντάς τη.
Η πορεία των γερμανικών δυνάμεων ανεκόπη αρχικά από τη σθεναρή αντίσταση του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ), το οποίο διεύρυνε τον τομέα δράσης του προς τα δυτικά ως τον Αξιό, καλύπτοντας έτσι τον κρίσιμο διάδρομο Μοναστηρίου - Κοζάνης. Στις αμυνόμενες ελληνικές δυνάμεις περιλαμβανόταν μία από τις καλύτερες μονάδες του Ελληνικού Στρατού, η Μεραρχία Ιππικού, υπό τον υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά. Σύντομα έλαβε θέσεις στο όρος Βαρνούς, δυτικά της Φλώρινας, υπό συνθήκες χιονόπτωσης εναλλασσόμενης με βροχή και ομίχλη, σε 1.400 μέτρα ύψος. Αποστολή της ήταν να αποκλείσει τον πλέον σημαντικό διάδρομο, που οδηγούσε από βόρεια προς Κρυσταλλοπηγή, Κορυτσά και Καστοριά. Στις 11 Απριλίου γερμανικά τμήματα της 73ης Μεραρχίας Πεζικού και φάλαγγες αρμάτων της επίλεκτης 1ης Μηχανοκίνητης Ταξιαρχίας των S.S. με τίτλο «Σωματοφυλακή Αδόλφος Χίτλερ», με διοικητή τον στρατηγό Zep Dietrich, δυνάμεως 9.000 ανδρών, που είχε διακριθεί στη κατάληψη της Πολωνίας και της Γαλλίας, επιχείρησαν να εκβιάσουν δίοδο προς τον Νότο.
«Πλησιάζοντας τις ελληνικές γραμμές βλήθηκαν από τους ιππείς, που είχαν αφιππεύσει και μάχονταν ως πεζοί, και από το πυροβολικό της Μεραρχίας Ιππικού. Η σύγκρουση γενικεύτηκε όταν οι Γερμανοί αναπτύχθηκαν και ανταπέδωσαν τα πυρά. Οι εύστοχες βολές των πυροβολητών και η δυσκολία των Γερμανών να κινηθούν πάνω στα υψώματα δημιούργησαν γρήγορα άσχημες συνθήκες για τους επιτιθέμενους και, ευρισκόμενοι υπό το βάρος των αυξανόμενων απωλειών, άρχιζαν να κλονίζονται. Οι θαρραλέοι ιππείς, που είχαν αφιππεύσει, πολεμώντας με τις αραβίδες και τα λίγα πολυβόλα τους, με την περιορισμένη αλλά επιτυχή υποστήριξη κατάλληλα ταγμένου πυροβολικού, επέτυχαν να αναχαιτίσουν την επίθεση του εχθρικού πεζικού. Οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν το μάταιο των προσπαθειών τους και αναδιπλώθηκαν. Σύντομα οι οπισθοχωρούντες Γερμανοί, καταδιωκόμενοι από τους ιππείς του Στανωτά, τράπηκαν σε φυγή.... Τελικά, μετά τη συνθηκολόγηση, στις 24/25 Απριλίου, η νικηφόρος Μεραρχία Ιππικού αναγκάστηκε να αυτοδιαλυθεί, αφού αντιμετώπισε τις καλύτερες μονάδες του ιταλικού και του γερμανικού στρατού, χωρίς να έχει υποστεί καμία ήττα στο πεδίο της μάχης» (Νοταρίδης, 2013). Το περιστατικό αποκτά ιδιαίτερη αξία, αν ληφθεί υπόψη ότι η χρήση του ιππικού ως όπλου κύριας κρούσης έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί από το 1917, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα άρματα μάχης.
Εναντίον όλων
Στις 21 Απριλίου ο στρατηγός Τσολάκογλου, χωρίς να λάβει υπόψη του τη θέση της πολιτικής ηγεσίας, προχωρά στην υπογραφή συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς, καθώς πρώτη η Ελλάδα αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τη σχεδιασμένη επίθεση και των δύο μεγάλων δυνάμεων του Αξονα, της Ιταλίας και της Γερμανίας. Η Ελλάδα, επίσης, βρέθηκε στην εξαιρετικά δυσχερή θέση να έλθει αντιμέτωπη με τους στρατούς συνολικά τεσσάρων χωρών: της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Αλβανίας και της Βουλγαρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου