Ήταν Κυριακή 27 Απριλίου του 1941, μέρα αποφράδα, τότε που οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Μια ομάδα από αυτούς κατευθύνθηκε προς τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως και με τη σβάστικα στα χέρια, σκόπευαν να υποστείλουν την ελληνική σημαία και να υψώσουν τη δική τους. Να αναρτήσουν στο κοντάρι την σβάστικα, σύμβολο μίσους και αλαζονείας, και να ξεκρεμάσουν το πανίερο σύμβολο του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, την ελληνική σημαία. Βρήκαν μπροστά τους έναν φρουρό, έναν απλό στρατιώτη, που υπηρετούσε τη βάρδιά του. Το όνομά του: Κώστας Κουκίδης. Ο Κουκίδης δεν ήξερε γερμανικά, μα κατάλαβε… Ούτε που άφησε τα χέρια του να μολυνθούν με το βδελυρό έμβλημα, μόνο κοίταξε κατάματα, με παρρησία, τον Γερμανό κατακτητή, λέγοντας περισσότερα με τη σιωπή του και ύστερα… Ύψωσε τα μάτια προς την τιμημένη γαλανόλευκη, την ατένισε με δέος, βούρκωσε και την υπέστειλε. Με τρεμάμενα χέρια την φίλησε, την τύλιξε γύρω από το κορμί του και ξαφνικά έγινε «γίγας». Σήκωσε στους μικρούς του ώμους το ασήκωτο βάρος της μοίρας της ελληνικής φυλής και ρίχτηκε από το βράχο της Ακροπόλεως. Παγωμάρα κατέλαβε τους Γερμανούς, μα μόλις συνήλθαν από τον πρώτο ισχυρό ψυχικό κλονισμό, ύψωσαν τη σβάστικα και η σκλαβιά, ίδιος βραχνάς, απλώθηκε και πλάκωσε από άκρου εις άκρον την Ελλάδα.
Η μεγαλειώδης αυτή ηρωική πράξη του ανώνυμου μέχρι τότε Έλληνα φαντάρου συντάραξε την Ευρώπη. Η αγγλική εφημερίδα «Daily Mail» της 9ης Ιουνίου του 1941 έγραψε ανάμεσα σε άλλα: ‘’Πιστεύουμε ότι όλοι οι Έλληνες στέκονται προσοχή μπροστά σε τέτοιες περιπτώσεις ηρωισμού και αυτοθυσίας, παίρνοντας δύναμη και κουράγιο για να συνεχίσουν τον αγώνα τους’’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου