Σαράντα ολόκληρα χρόνια (το λιγότερο) η ελλαδική κοινωνία δεν έχει να πιστέψει σε τίποτε άλλο πέρα από την αύξηση της καταναλωτικής ευχέρειας.
Κοινωνικούς στόχους δεν πρόβαλε (και δεν είχε) ποτέ καμία κυβέρνηση και κανένα κόμμα. Την «ανάπτυξη» την καταλαβαίνουν όλοι με όρους αποκλειστικά οικονομικούς – ωσάν να είναι άσχετη η δημιουργική πρωτοβουλία και παραγωγικότητα με την κατά κεφαλήν καλλιέργεια, άσχετη η δημιουργία υποδομών με την κοινωνική ευσυνειδησία κρατικών στελεχών και εργοληπτών του Δημοσίου.
«Πολιτισμός» σήμαινε πάντοτε: επιδοτήσεις «φίλα προσκείμενων» μετριοτήτων και ελισσόμενων στη δημοσιότητα τυχοδιωκτών. Και τα ρέστα, με το σταγονόμετρο, για συντήρηση μνημείων. Η «παιδεία», κοινότοπο και συνεχώς πανομοιότυπο ρητορικό φληνάφημα επαγγελιών, που εξαντλούνται σε ψηφοθηρικές «μεταρρυθμίσεις» του συστήματος εισαγωγής στα πανεπιστήμια, και αυξομειώσεις της προπαγάνδας στα σχολεία για την εμπέδωση του χρησιμοθηρικού αμοραλισμού των σπουδών και για τα «προοδευτικά» πλεονεκτήματα της αρνησιπατρίας.
Ποιο ήταν (και ποιο είναι) το κοινωνικό όραμα και πρόγραμμα της «Δεξιάς» για την Ελλάδα, τι περισσότερο ή τι διαφορετικό από το κυνηγητό της υλικής ευμάρειας: μια πολιτική ασφυκτικά καθηλωμένη στον πρωτογονισμό του Ιστορικού Υλισμού; Ποιους κοινωνιοκεντρικούς στόχους είχε ο ανδρεϊκός «σοσιαλισμός»; Βάφτισε «αναδιανομή εισοδήματος» την πιο αδιάντροπη αναξιοκρατία: να χρυσοπληρώνεται ο συνδικαλισμένος εκβιαστής κηφήνας και να λιμώττει ο εργατικός και ταλαντούχος. Κατάργησε την αναγνώριση και αξιολόγηση της αριστείας, τις θεσμικές προϋποθέσεις της άμιλλας, ισοπέδωσε τις αξιοκρατικές ιεραρχήσεις στη στελέχωση του κράτους. Προχώρησε στο έγκλημα να αποκόψει τη γλώσσα των Ελλήνων από την ιστορική της γραφή και συνέχεια, συκοφάντησε τη συνείδηση καταγωγής σαν (περίπου φασιστικό) εθνικισμό.
Στον αδίστακτο αμοραλισμό συνοψίστηκε η «κοινωνική» πρόταση και σκοποθεσία κάθε κόμματος στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Παραλλαγές σε αυτόν τον μονόδρομο της καταναλωτικής αποχαύνωσης και παραλυσίας δεν εμφανίστηκαν, όποιος κι αν κυβερνούσε, όποιος κι αν αντιπολιτευόταν, διαφορά δεν υπήρχε, ούτε καν για πρόσχημα. Σαράντα ολόκληρα χρόνια η ελλαδική κοινωνία ζει την ολοκληρωτική επιβολή του μηδενισμού, αυτονόητη την ιστορικο-υλιστική μονοτροπία: Εχει μηδενιστεί κάθε κριτήριο και αποτίμηση ποιότητας, αξιοσύνης, γλωσσικής ευαισθησίας, κάθε αίσθηση κοινωνικής υποχρέωσης, κάθε χαρά κοινωνικής συλλειτουργίας, κάθε εκτίμηση αισθητικών διαβαθμίσεων.
Εκπροσωπώντας ποιες κοινωνικές ανάγκες να απαιτήσει η κυβέρνηση από τους Ευρωπαίους εταίρους της ρευστότητα για τις ελληνικές Τράπεζες, εξεύρεση λύσης για το χρηματοδοτικό πρόβλημα της χώρας; Μιλάμε με νούμερα για το ποσοστό των ανέργων, για το πλήθος των συμπατριωτών μας που σιτίζονται στα συσσίτια της Εκκλησίας. Αλλά νούμερα αντιπαραθέτουν και οι δανειστές μας, για τις χιλιάδες των Αλβανών που τους φέρνουμε να μαζέψουν κάθε χρόνο το ροδάκινο ή τις ελιές, ενώ εμείς ξελημεριάζουμε αραχτοί στις καφετέριες με τα αγροτικά μας προϊόντα επιδοτούμενα και αφορολόγητα.
Ξέρουν με αριθμούς οι δανειστές μας ότι στο ακριβό μεροκάματο, που έχει μόχθο (υλοτομία λ.χ.), δουλεύουν μόνο Πολωνοί και Ρουμάνοι, οι Ελληνες ξεμάθαμε, μάς κακοφαίνεται η κούραση. Σαράντα χρόνια τώρα, για τον «προοδευτικό» Ελληνα, «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», και «δίκιο του εργάτη» είναι η «αυτοαξιολόγηση» (!) – να δηλώνει ανεξέλεγκτα πόση σοδειά του να επιδοτηθεί. Μιμείται τις αναρίθμητες στρατιές των διορισμένων με κομματικό σημείωμα στο Δημόσιο, που πληρώνονται για να κάθονται αντιπροσφέροντας την ψήφο τους και τον φανατισμό τους στο κόμμα που τους εξαγόρασε. Τέτοια συμπτώματα έσχατης κοινωνικής παρακμής και σήψης ονοματίζονται, σαράντα χρόνια τώρα, «κοινωνικές κατακτήσεις» και ιερά «δικαιώματα».
Εχουν μάτια και αυτιά οι δανειστές, ξέρουν ότι η «Αριστερά» στην Ελλάδα υπερασπίζει, με νύχια και με δόντια, το πελατειακό κράτος του πράσινου και γαλάζιου αμοραλισμού. Ξέρουν ποια πλημμύρα υπερπολυτελών Ι.Χ. αυτοκινήτων κυκλοφορεί στους ελλαδικούς δρόμους, ποιος πλούτος συντηρεί τις εξωφρενικές «μπουτίκ» με «σινιέ» προϊόντα στις ελλαδικές πόλεις και κωμοπόλεις, ποιο χρήμα ξοδεύεται κάθε βράδυ στα κατάμεστα χλιδάτα εστιατόρια, νυχτερινά κέντρα και «γραφικά» ταβερνάκια, και γιατί λιμνάζει ολημερίς και ολονυχτίς στις καφετέριες ο δημιουργικός ανθός της ελλαδικής νεολαίας.
Οι φυσικοί αυτουργοί της εξαθλιωτικής αυτής παρακμής, της πανδημικής ιδιοπάθειας και αποσύνθεσης, είναι οι γνωστοί σπιθαμιαίοι πρωθυπουργοί και κομματάρχες των τελευταίων σαράντα χρόνων. Για να τιμωρήσουν αυτούς τους αμοραλιστές σπιθαμιαίους, μισό εκατομμύριο Ελληνες ψήφισαν και εγκατέστησαν (ανεπανόρθωτα) στη Βουλή τον υπόκοσμο των νεοναζιστών τραμπούκων. Και άλλα δύο εκατομμύρια διακόσιες σαράντα έξι χιλιάδες Ελληνες, από απελπισμό ή για εκδίκηση, ψήφισαν τους αγραβάτωτους ιδεοληπτικούς – την παιδαριώδη επιπολαιότητα ότι θα νικήσουμε τον καρκίνο καταργώντας την άσπρη μπλούζα των γιατρών.
Πάντως, είτε για φιγούρα «προοδευτικής» ξιπασιάς είτε συνειδητοποιημένα και υπεύθυνα, κάποιοι στη σημερινή κυβέρνηση οφείλουν να αντιληφθούν και να σεβαστούν το βιωματικό περιεχόμενο των λέξεων. Δεν μπορείς να είσαι «αριστερός» (κοινωνιοκεντρικός) και να ξεκινάς με το παζάρι για τα χρωστούμενα. Μια αριστερή πολιτική πρακτική ξεκινάει ελευθερώνοντας όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης από τη χρηστική, ωφελιμιστική εκδοχή της γνώσης, από τους λαϊκίστικους νάρθηκες της ισοπέδωσης και της ευκολίας – ανασταίνει την καλλιέργεια ως αυτοσκοπό. Ξεκινάει αμέσως την αποκατάσταση κράτους Δικαίου: έντιμη ερευνητική διαδικασία για τη δήμευση των περιουσιών όσων καταλήστευσαν το κοινωνικό χρήμα ή βύθισαν την κοινωνία στον εφιάλτη του υπερδανεισμού. Ξεκινάει μια αριστερή (κοινωνιοκεντρική) πολιτική με την αποκατάσταση άτεγκτης αξιοκρατίας, κοινωνικού ελέγχου της ποιότητας, καταξίωσης της αριστείας, έμπρακτης επιβράβευσης της δημιουργικότητας.
Ναι, υπάρχει προγραμματική απανθρωπία στον τοκογλυφικό οίστρο των δανειστών μας. Δυστυχώς τη δικαιώνει ορθολογικά ο δικός μας ηδονικός βυθισμός στον παρακμιακό πρωτογονισμό. Για πρώτη φορά, ύστερα από κάποιες χιλιάδες χρόνια, η λέξη «ελληνικός» προσάπτει ντροπή.
Κοινωνικούς στόχους δεν πρόβαλε (και δεν είχε) ποτέ καμία κυβέρνηση και κανένα κόμμα. Την «ανάπτυξη» την καταλαβαίνουν όλοι με όρους αποκλειστικά οικονομικούς – ωσάν να είναι άσχετη η δημιουργική πρωτοβουλία και παραγωγικότητα με την κατά κεφαλήν καλλιέργεια, άσχετη η δημιουργία υποδομών με την κοινωνική ευσυνειδησία κρατικών στελεχών και εργοληπτών του Δημοσίου.
«Πολιτισμός» σήμαινε πάντοτε: επιδοτήσεις «φίλα προσκείμενων» μετριοτήτων και ελισσόμενων στη δημοσιότητα τυχοδιωκτών. Και τα ρέστα, με το σταγονόμετρο, για συντήρηση μνημείων. Η «παιδεία», κοινότοπο και συνεχώς πανομοιότυπο ρητορικό φληνάφημα επαγγελιών, που εξαντλούνται σε ψηφοθηρικές «μεταρρυθμίσεις» του συστήματος εισαγωγής στα πανεπιστήμια, και αυξομειώσεις της προπαγάνδας στα σχολεία για την εμπέδωση του χρησιμοθηρικού αμοραλισμού των σπουδών και για τα «προοδευτικά» πλεονεκτήματα της αρνησιπατρίας.
Ποιο ήταν (και ποιο είναι) το κοινωνικό όραμα και πρόγραμμα της «Δεξιάς» για την Ελλάδα, τι περισσότερο ή τι διαφορετικό από το κυνηγητό της υλικής ευμάρειας: μια πολιτική ασφυκτικά καθηλωμένη στον πρωτογονισμό του Ιστορικού Υλισμού; Ποιους κοινωνιοκεντρικούς στόχους είχε ο ανδρεϊκός «σοσιαλισμός»; Βάφτισε «αναδιανομή εισοδήματος» την πιο αδιάντροπη αναξιοκρατία: να χρυσοπληρώνεται ο συνδικαλισμένος εκβιαστής κηφήνας και να λιμώττει ο εργατικός και ταλαντούχος. Κατάργησε την αναγνώριση και αξιολόγηση της αριστείας, τις θεσμικές προϋποθέσεις της άμιλλας, ισοπέδωσε τις αξιοκρατικές ιεραρχήσεις στη στελέχωση του κράτους. Προχώρησε στο έγκλημα να αποκόψει τη γλώσσα των Ελλήνων από την ιστορική της γραφή και συνέχεια, συκοφάντησε τη συνείδηση καταγωγής σαν (περίπου φασιστικό) εθνικισμό.
Στον αδίστακτο αμοραλισμό συνοψίστηκε η «κοινωνική» πρόταση και σκοποθεσία κάθε κόμματος στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Παραλλαγές σε αυτόν τον μονόδρομο της καταναλωτικής αποχαύνωσης και παραλυσίας δεν εμφανίστηκαν, όποιος κι αν κυβερνούσε, όποιος κι αν αντιπολιτευόταν, διαφορά δεν υπήρχε, ούτε καν για πρόσχημα. Σαράντα ολόκληρα χρόνια η ελλαδική κοινωνία ζει την ολοκληρωτική επιβολή του μηδενισμού, αυτονόητη την ιστορικο-υλιστική μονοτροπία: Εχει μηδενιστεί κάθε κριτήριο και αποτίμηση ποιότητας, αξιοσύνης, γλωσσικής ευαισθησίας, κάθε αίσθηση κοινωνικής υποχρέωσης, κάθε χαρά κοινωνικής συλλειτουργίας, κάθε εκτίμηση αισθητικών διαβαθμίσεων.
Εκπροσωπώντας ποιες κοινωνικές ανάγκες να απαιτήσει η κυβέρνηση από τους Ευρωπαίους εταίρους της ρευστότητα για τις ελληνικές Τράπεζες, εξεύρεση λύσης για το χρηματοδοτικό πρόβλημα της χώρας; Μιλάμε με νούμερα για το ποσοστό των ανέργων, για το πλήθος των συμπατριωτών μας που σιτίζονται στα συσσίτια της Εκκλησίας. Αλλά νούμερα αντιπαραθέτουν και οι δανειστές μας, για τις χιλιάδες των Αλβανών που τους φέρνουμε να μαζέψουν κάθε χρόνο το ροδάκινο ή τις ελιές, ενώ εμείς ξελημεριάζουμε αραχτοί στις καφετέριες με τα αγροτικά μας προϊόντα επιδοτούμενα και αφορολόγητα.
Ξέρουν με αριθμούς οι δανειστές μας ότι στο ακριβό μεροκάματο, που έχει μόχθο (υλοτομία λ.χ.), δουλεύουν μόνο Πολωνοί και Ρουμάνοι, οι Ελληνες ξεμάθαμε, μάς κακοφαίνεται η κούραση. Σαράντα χρόνια τώρα, για τον «προοδευτικό» Ελληνα, «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», και «δίκιο του εργάτη» είναι η «αυτοαξιολόγηση» (!) – να δηλώνει ανεξέλεγκτα πόση σοδειά του να επιδοτηθεί. Μιμείται τις αναρίθμητες στρατιές των διορισμένων με κομματικό σημείωμα στο Δημόσιο, που πληρώνονται για να κάθονται αντιπροσφέροντας την ψήφο τους και τον φανατισμό τους στο κόμμα που τους εξαγόρασε. Τέτοια συμπτώματα έσχατης κοινωνικής παρακμής και σήψης ονοματίζονται, σαράντα χρόνια τώρα, «κοινωνικές κατακτήσεις» και ιερά «δικαιώματα».
Εχουν μάτια και αυτιά οι δανειστές, ξέρουν ότι η «Αριστερά» στην Ελλάδα υπερασπίζει, με νύχια και με δόντια, το πελατειακό κράτος του πράσινου και γαλάζιου αμοραλισμού. Ξέρουν ποια πλημμύρα υπερπολυτελών Ι.Χ. αυτοκινήτων κυκλοφορεί στους ελλαδικούς δρόμους, ποιος πλούτος συντηρεί τις εξωφρενικές «μπουτίκ» με «σινιέ» προϊόντα στις ελλαδικές πόλεις και κωμοπόλεις, ποιο χρήμα ξοδεύεται κάθε βράδυ στα κατάμεστα χλιδάτα εστιατόρια, νυχτερινά κέντρα και «γραφικά» ταβερνάκια, και γιατί λιμνάζει ολημερίς και ολονυχτίς στις καφετέριες ο δημιουργικός ανθός της ελλαδικής νεολαίας.
Οι φυσικοί αυτουργοί της εξαθλιωτικής αυτής παρακμής, της πανδημικής ιδιοπάθειας και αποσύνθεσης, είναι οι γνωστοί σπιθαμιαίοι πρωθυπουργοί και κομματάρχες των τελευταίων σαράντα χρόνων. Για να τιμωρήσουν αυτούς τους αμοραλιστές σπιθαμιαίους, μισό εκατομμύριο Ελληνες ψήφισαν και εγκατέστησαν (ανεπανόρθωτα) στη Βουλή τον υπόκοσμο των νεοναζιστών τραμπούκων. Και άλλα δύο εκατομμύρια διακόσιες σαράντα έξι χιλιάδες Ελληνες, από απελπισμό ή για εκδίκηση, ψήφισαν τους αγραβάτωτους ιδεοληπτικούς – την παιδαριώδη επιπολαιότητα ότι θα νικήσουμε τον καρκίνο καταργώντας την άσπρη μπλούζα των γιατρών.
Πάντως, είτε για φιγούρα «προοδευτικής» ξιπασιάς είτε συνειδητοποιημένα και υπεύθυνα, κάποιοι στη σημερινή κυβέρνηση οφείλουν να αντιληφθούν και να σεβαστούν το βιωματικό περιεχόμενο των λέξεων. Δεν μπορείς να είσαι «αριστερός» (κοινωνιοκεντρικός) και να ξεκινάς με το παζάρι για τα χρωστούμενα. Μια αριστερή πολιτική πρακτική ξεκινάει ελευθερώνοντας όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης από τη χρηστική, ωφελιμιστική εκδοχή της γνώσης, από τους λαϊκίστικους νάρθηκες της ισοπέδωσης και της ευκολίας – ανασταίνει την καλλιέργεια ως αυτοσκοπό. Ξεκινάει αμέσως την αποκατάσταση κράτους Δικαίου: έντιμη ερευνητική διαδικασία για τη δήμευση των περιουσιών όσων καταλήστευσαν το κοινωνικό χρήμα ή βύθισαν την κοινωνία στον εφιάλτη του υπερδανεισμού. Ξεκινάει μια αριστερή (κοινωνιοκεντρική) πολιτική με την αποκατάσταση άτεγκτης αξιοκρατίας, κοινωνικού ελέγχου της ποιότητας, καταξίωσης της αριστείας, έμπρακτης επιβράβευσης της δημιουργικότητας.
Ναι, υπάρχει προγραμματική απανθρωπία στον τοκογλυφικό οίστρο των δανειστών μας. Δυστυχώς τη δικαιώνει ορθολογικά ο δικός μας ηδονικός βυθισμός στον παρακμιακό πρωτογονισμό. Για πρώτη φορά, ύστερα από κάποιες χιλιάδες χρόνια, η λέξη «ελληνικός» προσάπτει ντροπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου