Οι φαρμακευτικές εταιρείες θα καταβάλουν τελικά στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) τεράστια ποσά τα οποία τους έχουν καταλογιστεί από το 2012 μέχρι σήμερα λόγω της εφαρμογής του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (Claw back).
Και αυτό γιατί το Συμβούλιο της Επικρατείας με μια σειρά έξι αποφάσεων του (2439-2445/2015) έκρινε ότι το Claw back που εφαρμόστηκε από το υπουργείο Υγείας το 2012 ως έκτακτο οικονομικό μέτρο (υπό την μορφή φορολογικού PSI) στις φαρμακευτικές εταιρείες είναι για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνταγματικό, σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αλλά και σύμφωνo με την Ευρωπαϊκή και Ελληνική νομοθεσία.
Ούτε λίγο ούτε πολύ το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο λέει στις φαρμακευτικές εταιρείες ότι τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματά τους δεν είναι υποχρεωτικό να είναι στην λίστα των φαρμάκων του ΕΟΠΥΥ (με την θέλησή τους -βούληση όπως χαρακτηριστικά αναφέρει- εντάχθηκαν), καθώς μάλιστα μπορούν να επιλέξουν την ελεύθερη αγορά φαρμάκων.
Εξάλλου, το μέτρο αυτό είχε εξαγγελθεί από το 2012 με τον νόμο 4046/2012, ο οποίος ανέφερε ότι «ένας αυτόματος μηχανισμός επανείσπραξης θα εγγυάται ότι η δαπάνη για τα εξωνοσοκομειακά φάρμακα για την περίοδο 2012 – 2015 δεν θα ξεπερνά τα όρια του προϋπολογισμού».
Το Claw back επιβλήθηκε το 2012 από το υπουργείο Υγείας στις φαρμακευτικές εταιρείες που είναι κάτοχοι αδειών κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων, ως έκτακτο οικονομικό μέτρο σε μια προσπάθεια να ελεγχθεί η αλόγιστη συνταγογράφηση εξωνοσοκομειακών ιδιοσκευασμάτων.
Εκτός από τον ΕΠΟΠΥΥ το μέτρο καταλαμβάνει και άλλους φορείς κοινωνικής ασφάλισης (Ταμεία) που είναι υπό την εποπτεία του κράτους.
Ο μηχανισμός του Claw back υποχρεώνει τις φαρμακευτικές εταιρείες να επιστρέψουν τα ποσά που υπερβαίνουν τον προϋπολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης των φορέων της κοινωνικής ασφάλισης.
Το ανώτατο πλαφόν του προϋπολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης καθορίζεται με απόφαση του υπουργού Υγείας.
Το μέτρο αυτό επιβλήθηκε στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων και ειδικά λόγω της παράτασης της «οξείας δημοσιονομικής κρίσεως που κατά τα κοινώς γνωστά αντιμετωπίζει η Ελληνική Δημοκρατία από το έτος 2010».
Κατ΄ αρχάς οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν ότι το Claw back δεν επιβλήθηκε ως φόρος ή κοινωνική εισφορά και δεν καταργήθηκαν οι νομοθετικές προβλέψεις περί καθορισμού της τιμής των φαρμάκων, αλλά και δεν επιβλήθηκε κανένας περιορισμός των απαιτήσεων από τις πωλήσεις των φαρμάκων.
Ακόμη, το ΣτΕ έκρινε ότι «ο εν λόγω περιορισμός χρηματικών απαιτήσεων δεν αντιβαίνει στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, το οποίο ορίζει ότι η περιουσία κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου είναι σεβαστή, εάν τηρείται και η αρχή της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του γενικού συμφέροντος που αφορά το κοινωνικό σύνολο και των αξιώσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου».
Ακόμη, το Claw back, σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας, δεν είναι αντίθετο στην συνθήκη για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην οδηγία 89/105/ΕΟΚ του Συμβουλίου «σχετικά με την κάλυψη των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και την κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας».
Εξάλλου, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης «δεν αποκλείει να τίθενται περιορισμοί στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, να γίνονται εκπτώσεις κατά τις πωλήσεις, ειδικώς, των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων με κάλυψη της σχετικής δαπάνης από Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ) ή να περιορίζονται κατ' άλλο τρόπο οι σχετικές κατά των ΦΚΑ χρηματικές απαιτήσεις των επιχειρήσεων».
Οι φαρμακευτικές εταιρείες υποστήριζαν ότι το Claw back παραβιάζει μια πλειάδα συνταγματικών αρχών και διατάξεων (αρχές οικονομικής ελευθερίας, αναλογικότητας, κράτους δικαίου και ασφάλειας δικαίου, προστασίας δημόσιας υγείας, κ.λπ.), την ΕΣΔΑ, την συνθήκη για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και άλλα νομοθετήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου