31/5/09

Εθνική μικροψυχία

Υποκειμενική διαπίστωση: Σε διεθνή συνέδρια πάμπολλες φορές (θα έλεγα ότι είναι ο κανόνας) ακούω εισηγητές από διαφορετικές εθνικότητες να αναφέρονται σε ονόματα συμπατριωτών τους γι να προβάλλουν την προσφορά τους στο θέμα που εισηγείται ο ομιλητής. Δεν ξέρω αν είναι σύμπτωση, αλλά δεν έχω ακούσει ποτέ Έλληνα εισηγητή σε διεθνές συνέδριο να αναφέρεται σε ομότεχνο συμπατριώτη του, να παραπέμπει στο έργο του, να υπογραμμίζει τη σημασία και αξία της δουλείας του-ποτέ. Ίσως στις θετικές επιστήμες τα πράγματα αλλάζουν, ίσως η πείρα άλλων συναδέλφων να είναι διαφορετική. Καταθέτω υποκειμενική διαπίστωση.

Και τη διευρύνω: Χρόνια τώρα στο πανεπιστημιακό και το συγγραφικό «κουρμπέτι» έχω σχηματίσει τη βεβαιότητα ότι αποκλείεται Έλληνας να έχει διαβάσει Έλληνα ομότεχνο του. Στον ίδιο κλάδο, στην ίδια ειδικότατα, συχνά και με τον ίδιο (ή περίπου ίδιο) προβληματισμό και αγνοούμε τη δουλειά του διπλανού μας Έλληνα, εργαζόμαστε παράλληλα αποσιωπώντας την ύπαρξη ο ένας του άλλου. Την ξένη βιβλιογραφία την σχετική με την έρευνα ή της σπουδή μας θεωρούμε αυτονόητο (και είναι) να την έχουμε μελετήσει και να παραπέμπουμε σε αυτήν-ή να δείχνουμε ότι την ξέρουμε. Όμως Έλληνας να αξιοποιήσει την προσφορά ομότεχνου συμπατριώτη, να παραπέμψει στο έργο του, να καταδείξει την γονιμότητα των συγγραφών του, σχεδόν αποκλείεται.

Πού μπορεί να οφείλεται αυτό το φαινόμενο, αν οι διαπιστώσεις μου πράγματι αληθεύουν;

Λέγεται συχνά ότι οι Έλληνες ζηλεύουμε ή και φθονούμε παθολογικά ο ένας τον άλλο. Αλλά η ζήλια είναι μάλλον επιφαινόμενο, προκύπτει συνήθως από βαθιά ανασφάλεια, μάλλον ασυνείδητη. Φοβόμαστε πως έστω και θυμίσουμε την ύπαρξη και το έργο ομότεχνου μας, αμέσως μειώνουμε (μοιραζόμαστε) τη δημόσια προσοχή που τη θέλουμε να επικεντρώνεται μόνο στο άτομο μας. Δεν νομίζω ότι πρόκειται για την ευγενική φιλοπρωτία της άμιλλας. Μάλλον φοβία σκοτεινή και ενστικτώδης γεννάει τη ζήλεια: η άλογη ορμή της αυτοσυντήρησης, η έλλειψη ουσιαστικής ανθρώπινης καλλιέργειας.

Ένας δεύτερος λόγος ίσως να είναι η (επίσης ασυνείδητη) ασαφής υποτίμηση οποιουδήποτε Ελληνικού προϊόντος. Δεν είναι δυνατόν έργο Έλληνα συναδέλφου να έχει αξία και κύρος. Η ποιότητα παράγεται μόνο στην αλλοδαπή, εκεί είναι τα «φώτα». Ο «πολιτισμός». Η «πρόοδος». Αν παραπέμψω σε Ελληνική βιβλιογραφία είναι μειωτικό για τη δουλεία μου, υποβιβάζει το επίπεδο της ενημέρωσης και κατάρτισης μου, κινδυνεύω να θεωρηθώ σωβινιστής.

Τρίτος λόγος, ο μάλλον συνηθέστερος (και όχι άσχετος με την ψυχολογική ανασφάλεια), είναι οι πολιτικοί και ιδεολογικοί φατριασμοί που επιβάλλουν σκοπιμότητες στη συμπεριφορά μας. Δε είναι νοητό Έλληνας «προοδευτικός» να αναγνωρίσει την παραμικρή γονιμότητα και αξία σε βιβλίο ή μελέτημα «συντηρητικού», «σκοταδιστή» συμπατριώτη-και τούμπαλιν. Αποφεύγουμε έστω και τη μνεία ονόματος ή έργου προσώπων που τα έχουμε χαρακτηρίσει ως ιδεολογικούς μας αντιπάλους. Όποιος ενδέχεται να διαφωνεί μαζί μας, είναι επιστημονικά και κοινωνικά ανύπαρκτος (τον αποκλείουμε από συνέδρια που για το θέμα τους είναι ο κατεξοχήν ειδικός, δεν δημοσιεύουμε ποτέ βιβλιοκρισία για έργο του, δεν θα τον συμπεριλάβουμε σε χώματα πανεπιστημιακών εκλεκτόρων κ.τ.λ. κ.τ.λ.).

Πρόκειται μάλλον για επιθετική αυτοάμυνα και λιγότερο για φανατισμό «πεποιθήσεων»: Υπάρχουν στην Ελλάδα πολλά (πάμπολλα) παραδείγματα επιφανών μετριοτήτων που οφείλουν την πανεπιστημιακή έδρα ή την αρθρογραφία τους στον Τύπο ή την τηλεοπτική προβολή του ή υψηλές διοικητικές θέσεις, αξιώματα, συμμετοχή σε επιτροπές και διοικητικά συμβούλια, διακρίσεις, βραβεία .παράσημα, τα οφείλουν όλα στο γεγονός ότι οργανώθηκαν εγκαίρως στην παράταξη (δεξιά άλλοτε, σήμερα «αριστερή»). Φυσικό και ευνόητο οι άνθρωποι αυτοί να φοβούνται την ποιοτική σύγκριση-να εξουδετερώνουν με ιδεολογικές ετικέτες κάθε υπέρτερο τους ομότεχνο, να αποφεύγουν έστω και τη μνεία του ονόματος ή του έργου του

Οι Έλληνες είμαστε λίγοι, η χώρα μας μικρή και όμως κάθε είκοσι, κάθε τριάντα χρόνια θυσιάζουμε ολόκληρη μια γενιά στον βωμό της παράνοιας ιδεολογικών προσχημάτων: την αποκλείουμε από τη μετοχή στην ευθύνη του συλλογικού βίου. Αυτές οι διαδοχικές προγραφές, η περιθωριοποίηση ανθρώπινου δυναμικού και ποιότητας (επιστημόνων, συγγραφέων, δημιουργών) είναι, αντικειμενικά, ένας τραγικός αυτό-ευνουχισμός του κοινωνικού σώματος. Σε υποκειμενικό επίπεδο βιώνεται ως πικρία ή «δυστυχία του να είσαι Έλληνας».

Είκοσι ή τριάντα χρόνια είναι πολλά στη ζωή ενός ανθρώπου. Αν αχρηστευθούν στο περιθώριο, είναι ολόκληρος ο βίος που ακυρώνεται ως δυνατότητα έμπρακτης δημιουργικής μετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Και την περιθωριοποίηση, της στέρησης να καταγράψεις στο ενεργητικό της συλλογικότητας τη δημιουργική σου πράξη, δεν την αναπληρώνουν οι παρηγοριές για «σπορά ιδεών» που κάποιοι κάποτε ίσως ανακαλύψουν τη γονιμότητα τους.

Για τις αχρηστεμένες γενιές ο εξοχότατος κυβερνητικός εκπρόσωπος (αν κρίνουμε από την ιταμότητα με την οποία αντιμετωπίζει ιερά και όσια) θα απαντούσε: «ας πρόσεχαν». Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, επενδυμένο σε επαρχιώτικη συμπεριφορά, συνιστά αμιγή έκφανση μηδενιστικού αμοραλισμό.

Από την Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά

Δεν υπάρχουν σχόλια: