30/5/09

Κυβέρνηση που θέλει να είναι «παρένθεση»

Ο πιο ρεαλιστικός και συνάμα στιβαρός, καίριος πολιτικός λόγος που έχει εκφέρει ο σημερινός πρωθυπουργός, ήταν, νομίζω, μια προεκλογική επαγγελία: Η υπόσχεση «επανίδρυσης του κράτους».
Ο εντοπισμός του στόχου πρόδιδε οξυδέρκεια και σοβαρότητα. Ο «επικοινωνιολόγος» που πέτυχε τον εντοπισμό, χάρισε στον σημερινό πρωθυπουργό την πρωθυπουργία – χωρίς υπερβολή: Στις τελευταίες εκλογές, πριν τρία χρόνια, ο λαός φανερά ψήφισε ελπίδα «επανίδρυσης του κράτους».
Τα πολιτικά ενεργήματα του πρωθυπουργού στα τρία αυτά χρόνια (από την επιλογή των υπουργών του ώς την ιεράρχηση προτεραιοτήτων της κυβερνητικής πρακτικής) αποκλείουν το ενδεχόμενο να ήταν δικός του εντοπισμός η συγκεκριμένη προεκλογική επαγγελία. Αν είχε ο ίδιος φτάσει στην ωριμότητα μιας τόσο ρεαλιστικής εκτίμησης, η επίγνωση θα είχε κάπου ξεμυτίσει σαν φιλοδοξία, πείσμα, τόλμη διακινδύνευσης.
Σίγουρα, η «επανίδρυση» ενός διαλυμένου (από τον κομματισμό, την αναξιοκρατία, τη διαφθορά) κράτους είναι κυβερνητικός στόχος τρομαχτικά δυσκατόρθωτος. Είναι όμως και συνάρτηση ηγετικού χαρίσματος. Η επίκαιρη περίπτωση του προέδρου της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν βεβαιώνει, πως το χάρισμα και η τόλμη μπορούν, ναι, να «επανιδρύσουν» ένα κράτος εφιαλτικά διαλυμένο και διεφθαρμένο. Μέσα σε δύο τετραετίες.
Ποιαν επίγνωση προϋποθέτει ο ρεαλιστικός εντοπισμός στην ελληνική περίπτωση; Υπαλλήλους πολεοδομίας, εφορείας ή όποιας άλλης πρόσφορης σε χρηματισμό των λειτουργών της δημόσιας υπηρεσίας. Νοσφίζονται οχτώ, δέκα, δώδεκα χιλιάδες ευρώ το μήνα. Πώς θα υποχρεωθούν ξαφνικά να ζήσουν μόνο με τον μισθό τους, μόνο με χίλια διακόσια ή χίλια πεντακόσια ευρώ;
Πρωτοβάθμιοι σήμερα πανεπιστημιακοί καθηγητές, πρώην συνδικαλισμένοι βοηθοί που ο Νόμος-πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ τους κατέστησε, χωρίς να κριθούν, αυτομάτως λέκτορες. Δεν έχουν καν μεταπτυχιακές σπουδές, κάποιοι δεν ξέρουν ούτε μια ξένη γλώσσα, είναι αποκομμένοι από τη διεθνή βιβλιογραφία. Ανέβηκαν τις βαθμίδες της πανεπιστημιακής ιεραρχίας με παρωδίες κρίσεων από κομματικά ελεγχόμενες συνελεύσεις. Πώς θα υποχρεωθούν ξαφνικά να επανακριθούν με ακαδημαϊκά κριτήρια και αδιάβλητες διαδικασίες, να υποστούν αξιολόγηση των Τμημάτων και των Σχολών τους, να διδάξουν και να βαθμολογήσουν με βάση το γνωστικό υλικό διεθνούς βιβλιογραφίας;
Από το 1981 ώς το 2004 δεν πρέπει να λειτούργησε σε καμιά δημόσια υπηρεσία «πειθαρχικό συμβούλιο», δεν ελέγχθηκε ποτέ παράπτωμα, απειθαρχία, ανικανότητα, αβελτηρία δημόσιου λειτουργού. Θα μείνει σημαδιακό στην κοινωνική ιστορία των Ελλήνων το παράδειγμα της καθαρίστριας σε νοσοκομείο που χαστούκισε την προϊσταμένη του νοσηλευτικού προσωπικού επειδή της υπέδειξε παραλείψεις και, με απειλή να κηρύξουν απεργία τα συνδικάτα η πειθαρχική ποινή της καθαρίστριας ανακλήθηκε. Πώς να ξαναστηθούν κοινωνικές λειτουργίες και κρατικός μηχανισμός μέσα σε τέτοιες συνθήκες απουσίας οποιουδήποτε ελέγχου, αξιολόγησης, καταμερισμού ευθυνών, συνθήκες ασύδοτης συνδικαλιστικής εξουσίας;
Χιλιάδες (χωρίς υπερβολή) διευθυντικές θέσεις σε υπουργεία, περιφέρειες, δημόσιους οργανισμούς, θέσεις προέδρων και στελέχωσης διοικητικών συμβουλίων σε εταιρείες του Δημοσίου, ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα, μουσεία, κρατικά θέατρα, κρατικές ορχήστρες, θέσεις συμβούλων σε υπουργεία και σε επιτροπές υπουργείων. Επί εικοσιτρία χρόνια καλύφθηκαν από το ΠΑΣΟΚ με κομματανθρώπους, δηλαδή με το (κατά τεκμήριο) κατώτατης ποιοτικής στάθμης ανθρώπινο υλικό, που αυθαίρετα (δίχως κρίση, αξιολόγηση, έλεγχο) διορίζεται. Τι κάνει με όλους αυτούς ένας ηγέτης που φιλοδοξεί τίμια να «επανιδρύσει» το κράτος; Τους αντικαθιστά, το ίδιο ασύδοτα, με τη δική του κομματική πλεμπάγια; ΄Η προκηρύσσει τις θέσεις και συγκροτεί αδιάβλητα σώματα εκλεκτόρων για να στελεχωθεί το κράτος με την υψηλότερη δυνατή ανθρώπινη ποιότητα; Αλλά πόσα χρόνια προετοιμασίας πριν από την ανάληψη της εξουσίας, απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα;
Ο σημερινός πρωθυπουργός είναι περισσότερο από φανερό δεν κατάλαβε ποτέ ότι διαδέχεται στην εξουσία όχι ένα κόμμα αλλά ένα κοινωνικό σύμπτωμα. Δεν είχε ούτε την επίγνωση ούτε την προετοιμασία για να αντιμετωπίσει τον «κοινωνικό μετασχηματισμό» που θαρρετά επαγγέλθηκε και μεθοδικά επέβαλε το ΠΑΣΟΚ.
Καταλύτης για τον πασοκικό «κοινωνικό μετασχηματισμό» ήταν η ιδεολογική νομιμοποίηση του αμοραλισμού, η εμπέδωση στο κοινό αίσθημα της βεβαιότητας ότι «όλα επιτρέπονται». Οχημα για την κοινωνική αυτή μετάλλαξη έγινε η Αριστερά: Της αφαιρέθηκε, με την παπανδρεϊκής ιδιοφυΐας λοβοτομή ο κοινωνιοκεντρικός της χαρακτήρας, ταυτίστηκε η Αριστερά με τον πιο αχαλίνωτο και αντικοινωνικό ατομοκεντρισμό, την προάσπιση συμφερόντων συντεχνιακά θωρακισμένων. Στη σημιτική φάση ο αμοραλισμός αναζήτησε ερείσματα (ή προσχήματα) σε έναν μοδάτο «εκσυγχρονιστικό» μηδενισμό, άψογα συνταιριασμένον με τη διατεταγμένη «παγκοσμιοποίηση» – ο «σοσιαλισμός» του κινήματος κατέληξε να παντρεύεται στο «ψηφοδέλτιο επικρατείας» με τον θατσερικό νεοφιλελευθερισμό!
Τη νίκη στη «Νέα Δημοκρατία» το 2004 την έδωσαν, σαφώς, οι συνετά περιφερόμενοι ψηφοφόροι. Ηξεραν ότι το κόμμα αυτό επί εικοσιτρία χρόνια δεν είχε την παραμικρή επίγνωση (δεν πήρε είδηση) τι συνέβαινε στον τόπο. Νόμιζε ότι θα διαδεχθεί ένα κόμμα όχι μια κοινωνική λοιμική. Η διαδοχή στην εξουσία τους ενδιέφερε όχι να αντιπαλαίψουν τον μηδενιστικό αμοραλισμό, την αποσάθρωση της κοινωνικής συνοχής, τη διαφθορά, τη διάλυση, τον εξευτελισμό της έννοιας «πατρίδα». Μοναδική ωχρή ελπίδα ήταν το νεαρό της ηλικίας του αρχηγού – η φιλοδοξία της νεότητας να τολμήσει τομές.
Σήμερα πια η αλάθητη συλλογική διαίσθηση ξέρει ότι ελπίδα δεν υπάρχει. Η κυβέρνηση θαυμάζει και μιμείται (ούτε διανοείται να αντιπαλαίψει) τον μηδενιστικό αμοραλισμό που παρέλαβε. Και η συλλογική αυτή ανελπιστία απελευθερώνει, σε βαθμό έκρηξης, αντικοινωνικές συμπεριφορές, καταιγισμό συμπτωμάτων που δεν είχε, ποτέ, γνωρίσει η ελληνική κοινωνία: Εφιαλτική βία καταλύει προκλητικά το κράτος στην καρδιά της πρωτεύουσας, φόνοι με δολοφόνους παιδιά, βιασμοί σχεδόν αυτονόητοι στις σχολικές εκδρομές (ή τουαλέτες), τηλεοπτική ποταπότητα ανατριχιαστική.
Μια κυβέρνηση ανίκανη να αντιπαλαίψει τον «κοινωνικό μετασχηματισμό» του ΠΑΣΟΚ, θα είναι μόνο «παρένθεση». Ακόμα κι αν κερδίσει και δεύτερη τετραετία, «παρένθεση» θα μείνει.

Από την ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ / Του Χρήστου Γιανναρά

Δεν υπάρχουν σχόλια: